Θα ακολουθήσει κείμενο-σεντόνι οπότε φτιάξτε καφέ όσοι έχετε πρόθεση να το διαβάσετε όλο. Οι Crippled Black Phoenix ήρθαν στην Αθήνα (για πολλοστή φορά), αυτό το live ήταν από τα καλύτερά τους και η κατάσταση σηκώνει να πούμε πολλά, όχι απαραίτητα όλα σχετιζόμενα με το live. Πάντως, σας είχαμε ζαλίσει έτσι κι αλλιώς από το Sliding Backwards όλες τις προηγούμενες ημέρες για τα όσα περιμέναμε, και όπως αποδείχτηκε δεν κάναμε λάθος.
Κλασσικά στο χώρο του Temple φτάσαμε νωρίς-νωρίς και βοηθήσαμε στο να φτιαχτεί μια…ουρίτσα μέχρι να ανοίξει -με μικρή καθυστέρηση ομολογουμένως- η πόρτα του ναού. Η πρώτη εικόνα που συναντήσαμε ήταν τον ίδιο τον Justin Greaves να βρίσκεται πίσω από τον πάγκο του merch, να μιλά και να χαμογελάει στους Αθηναίους φίλους του! Σύντομα ο κόσμος άρχισε να παίρνει θέση, ενώ το κάγκελάκι πάνω καλύφθηκε από άκρη σε άκρη με αυτούς που προτίμησαν την καλύτερη θέαση από την ακουστική.
Το warm up του κοινού ανέλαβε ο Ούγγρος καλλιτέχνης Devil’s Trade, κατά κόσμον Dávid Makó και μας άφησε όλους με το στόμα ανοιχτό. Γενικώς έχω απεριόριστο σεβασμό στους μουσικούς που ανεβαίνουν solo πάνω στη σκηνή. Θεωρώ ότι για να το κάνεις αυτό πρέπει να έχεις μεγάλο τσαγανό και αυτοπεποίθηση και κάμποση άγνοια κινδύνου. Ήδη δηλαδή με το που ανεβαίνεις, για εμένα έχεις “πιάσει τη βάση”. Το αν θα καταφέρεις να σαγηνεύσεις το κοινό είναι μια άλλη ιστορία και αυτό ξεχωρίζει τους απλά θαρραλέους από τους θαρραλέους και άξιους.
Ο Makó, μόνο με τη βαριά φωνή, την κιθάρα του -ή το μπάντζο σε 2 τραγούδια- και τα παραμορφωτικά συστήματα και εφέ στα πόδια του, μας ανάγκασε με τις industrial / alt-country /doom (είπα αρκετά είδη, ίσως πιάσατε το νόημα, αλλά το video θα σας βοήθησε να καταλάβετε καλύτερα), να γυρίσουμε όλοι προς τη σκηνή, αποσβολωμένοι. Ούτε ομιλίες, ούτε γελάκια ούτε κιχ δεν άκουγες! Σκοτεινός, επιβλητικός, τραχύς αλλά και ομιλητικός και φιλικός με τον κόσμο όταν δεν τραγουδούσε. Μάλιστα -το ανέφερε από σκηνής αλλά το μάθαμε και αργότερα-, ήταν πολύ άρρωστος με πυρετούς κλπ. Φανταστείτε να ήταν υγιής.
Για περίπου 40 λεπτά ακούσαμε 6-7 συνθέσεις του, μία εκ των οποίων ήταν διασκευή σε παραδοσιακό τραγούδι του τόπου του, στα ουγγρικά προφανώς. Τα υπόλοιπα προέρχονταν από τη δισκογραφία του που δεν είναι και μικρή. Επικεντρώθηκε πάντως στο φετινό What Happened To The Little Black Crow, και κατόπιν στο merch πρέπει να τα πήγε πολύ καλά! Άξιος!
Σύντομα περάσαμε στο κυρίως πιάτο, μετά από μια πολύ γρήγορη ανακατάταξη στη σκηνή. Η μπάντα -οι CPB- (που έτσι κι αλλιώς κυκλοφορούσε και προηγουμένως ανάμεσα στο κοινό, οπότε τα σχετικά hi-five είχαν ήδη πέσει), εμφανίστηκε εν μέσω αποθέωσης από τον κόσμο που σχεδόν γέμισε το Temple. Κατευθείαν μπήκαν στο “ψητό” και το live ξεκίνησε όπως και ο φετινός τους -πολύ καλός, χωρίς όμως να πλησιάζει τα πριν το 2012 πονήματα τους- δίσκος, Great Escape (εδώ). Με το intro δηλαδή και την “hitαρα” To You I Give διαδοχικά παιγμένα. Το συγκεκριμένο κομμάτι εύκολα μπαίνει στη λίστα με τα καλύτερά τους, οπότε θα πρέπει να προστεθεί εδώ.
Το πρώτο που μπορούσε να αντιληφθεί κανείς ήταν ο εκπληκτικός ήχος (με εξαίρεση τα φωνητικά για τα οποία δεν κατάλαβα αν υπήρξε κάποιο πρόβλημα ή αν είναι το…γνωστό πρόβλημα της μη σπουδαίας φωνής του Daniel Änghede). Στην πορεία πάντως αυτό βελτιώθηκε και η συνολική εντύπωση για τον ήχο (και τολμώ να πω: “και για τη φωνή”) ήταν εξαιρετική. Μπράβο στο venue, στη διοργάνωση, στην μπάντα!
Επίσης η απορία μου, του πως θα χωρούσαν 8 άτομα στη σκηνή του Temple, λύθηκε άμεσα: Δύσκολα! Αλλά τα κατάφεραν!
Πριν μας πουν το πρώτο “καλησπέρα”, έπαιξαν και το επόμενο τραγούδι του set, το φοβερό No Fun (από το Bronze του 2016). Στη συνέχεια, υπήρξε μια μικρή κάμψη στην ένταση του live, με τραγούδια της τελευταίας περιόδου. Εξαίρεση αποτέλεσε η instrumental -φετινή- κομματάρα Slow Motion Breakdown, ελαφρώς αλλαγμένη αλλά εξίσου πυραυλοκίνητη.
Η κάμψη οφείλεται κατά την άποψή μου και στην παρουσία της Belinda Kordic η οποία, που να χτυπιόμαστε κάτω Justin, δε κολλάει σε καμία περίπτωση με το ύφος του group. Άσε που φαίνεται σα να μη γουστάρει, ενώ επίσης και η φωνή της δεν είναι κάτι σπουδαίο. Θα έλεγα ότι ουσιαστική συνεισφορά είχε μόνο όταν έκανε τα δεύτερα φωνητικά στον Daniel. Αν θέλουμε να βρούμε άνθρωπο να γουστάρει επί σκηνής θα πάμε απευθείας στην ενθουσιώδη keyboardίστρια. Εκπληκτική, με απίστευτη ακρίβεια και πάθος στο παίξιμο, γέμιζε με prog ‘70ιλα τον ήχο! Έπαιξε και την τρομπέτα της σε κάποια κομμάτια, προσφέροντας και ωραία εικόνα για τους φωτογράφους, εκτός των άλλων. By the way, σχετικά με τους φωτογράφους αυτό: Λόγω έλλειψης φωτισμού σε συγκεκριμένα σημεία χάσαμε τελείως τον ντράμερ και τον προγραμματιστή.
Η συνέχεια ήταν αυτή που έπρεπε και περιμέναμε όλοι. Το ένα τραγούδι καλύτερο από το άλλο, με το Rise Up And Fight (το αγαπημένο μου απ’όλη την δισκογραφία τους) να δίνει το σύνθημα!
Θα έβαζα και το Human Nature Dictates The Downfall Of Humans (από τη δισκάρα The Resurrectionists όπως μας θύμισε από σκηνής ο Greaves) που προηγήθηκε, αλλά κατά την άποψή μου ΚΑΙ αυτό, η Belinda το ψιλοσκότωσε, και έφυγε…
444, We Forgotten Who We Are, και Burnt Reynolds (μια ονειρεμένη τετράδα) με το κλασσικό σουλάτσο του Justin μέσα στο κοινό να πωρώνει ακόμα περισσότερο το singalong του κόσμου και να πυρώνει την ατμόσφαιρα!
Το τέλος δε θα μπορούσε να είναι εδώ. Η μπάντα ξαναβγήκε υπό τις επευφημίες του κόσμου, και το συνέχισε από εκεί που το άφησε. Έπαιξε για κάνα 3λεπτο το Burnt Reynolds αλλά σε πιο γρήγορο, έως…punk ρυθμό και προκάλεσε εκ νέου πανικό! Το Hold On στο τέλος έδωσε ένα επικό τόνο στο live, ένα farewell μέχρι την επόμενη φορά.
Κοίταζα τις φωτογραφίες μας από το προηγούμενο live τους στο Fuzz Club, προ 2 ετών. Λέω λοιπόν αντί επιλόγου να γράψω τις σκέψεις που μου δημιούργησε η σύγκριση. Στο προηγούμενο live τους, ήταν ακόμα ένα μάτσο αγρίμια. Μαλλούρες, αρκετά πρόχειρο ντύσιμο και attitude από σκηνής πολύ πιο επιθετικό και χύμα. Το Σάββατο που μας πέρασε είδαμε μια άλλη μπάντα, αλλαγμένη απόλυτα ως προς το αισθητικό κομμάτι (ντύσιμο, κουρέματα κλπ). Παρόλ'αυτα, ήταν το ίδιο εξαιρετικό το παίξιμο τους (χμ, και καλύτερο θα έλεγα), το ίδιο -ίσως και περισσότερο- επιθετικό, ενώ σίγουρα οι πολλές κιθάρες επί σκηνής γέμισαν τον ήχο, χωρίς να τον φορτώσουν. Στο κιθαριστικό κομμάτι κατά την άποψη μου, έχουν ανέβει επίπεδο, είναι κορυφαίοι πλέον! Η δεύτερη παρατήρηση έχει να κάνει με το χώρο που έγινε το live. Μικρότερος σίγουρα αλλά τελικά δε ξέρω αν είναι απαραίτητα κακό αυτό, τουλάχιστον για το κοινό. Όπως έλεγα και σε φίλο στο live: “Καλύτερα έτσι, λιγότεροι αλλά... καλύτερη ατμόσφαιρα, λιγότεροι άσχετοι, μεγαλύτερη πώρωση”. Αναμένουμε την επόμενη φορά -ανεξαρτήτως μεγέθους χώρου- που σίγουρα θα υπάρξει…
https://www.slidingbackwards.com/synayliakes-istories/item/125-crippled-black-phoenix-the-devil-s-trade-live-temple-13-10-2018#sigProIdfef433bcad
Φωτογραφίες / videos: v_era