Εισαγωγή (πώς και Βουκουρέστι Καθαροδευτεριάτικα;)
Ένα από τα πιο αυθόρμητα ταξίδια στα χρονικά, ήταν αυτό της περασμένης εβδομάδας στο Βουκουρέστι και το heavy/prog Soundart Festival.
"-Πάμε κάπου κοντά για τριήμερο; Καλαμάτα, Γαλαξίδι, έστω… Γιάννενα;
- Παίζει κανείς;
-Oχι βέβαια, δε ξέρω δηλαδή…
–Πάμε κάπου που παίζουν κάποιοι τότε. Πες την αγαπημένη σου μπάντα αυτή την περίοδο, και αν παίζουν κάπου προσιτά, φύγαμε".
Και έτσι, με συνοπτικές διαδικασίες, καταλήξαμε στο Βουκουρέστι για τους Riverside. Για καλή μας τύχη όμως, μαζί με τους Πολωνούς μουσικούς μας ήρωες, θα βλέπαμε ένα ολόκληρο festival (τις 2 από τις 3 ημέρες του, έστω), θα γνωρίζαμε κόσμο, θα συνομιλούσαμε με μέλη συγκροτημάτων, θα ζητωκραυγάζαμε -στη γλώσσα μας- για σπουδαίες ελληνικές μπάντες και θα επιστρέφαμε με τις καλύτερες των εντυπώσεων. Ας τα πάρουμε με τη σειρά και, επειδή βλέπω να καταλήγει “σεντόνι” το κείμενο, καλό είναι να το σπάσουμε σε 2-3 κομμάτια, με την ελπίδα να διαβαστεί πιο ευχάριστα.
Η πρώτη από τις δύο ημέρες μας (ή δεύτερη και η τρίτη του festival, καθώς χάσαμε την εναρκτήρια με headliners τους Perihelion), είχε, πέραν του μουσικού κομματιού, σαν χαρακτηριστικό της το αίσθημα της ανακάλυψης του καινούριου, καθότι ήταν η πρώτη μας φορά στην πόλη και φυσικά στο χώρο που θα διεξαγόταν το festival. Έτσι, μπορεί από θέμα ονομάτων να μην είχαμε κάποιους…Riverside να μας μαγνητίζουν, είχαμε όμως το αίσθημα της αναγνώρισης τοπίου να μας ιντριγκάρει. Βέβαια, δε παραβλέπαμε ότι πρώτο όνομα ήταν μια πολύ αγαπημένη ελληνική μπάντα, που θα βλέπαμε με πολύ χαρά για ακόμα μία φορά.
Ο χώρος (Quantic Club)
Για να είμαι ειλικρινής, επειδή είχαμε απορροφηθεί με το site seeing της πόλης, δεν κάναμε καμία προετοιμασία για το πώς θα πάμε στο χώρο του festival. Για καλή μας τύχη, την απόλυτα καλοκαιρινή μέρα του Σαββάτου (9/3), βρεθήκαμε, τυχαία προφανώς, να τσιμπάμε και να πίνουμε μπυρίτσα, στα τραπεζάκια του πεζοδρομίου ενός υπέροχου και “underground αλλά in” μπεργκεράδικου της πόλης. Δίπλα μας, τυχαία προφανώς (δις), καθόταν ένα ζευγάρι που από τα… άπταιστα Ρουμάνικά μας, καταλάβαμε ότι συζητάει για μουσική. «Να η ευκαιρία να ρωτήσω πως πάμε εκεί, δε μπορεί, θα ξέρουν» σκέφτηκα πονηρά. Αποδείχτηκε ότι μιλούσα με ένα τύπο που παίζει σε πολύ διάσημο dubstep/drum’n’bass/hip hop/electro συγκρότημα της πόλης, με κάτι εκατομμύρια views στο youtube, και έτσι το πώς πάμε στο φεστιβάλ έγινε piece of cake. Η δε μπάντα του έχει ενδιαφέρον, αλλά αυτό θα αποτελέσει θέμα άλλου κειμένου, προσεχώς.
Το Quantic Club βρίσκεται δύο (ή τρεις ανάλογα με το πόσο κεντρικά είσαι) στάσεις από το κέντρο, με το metro. Απλώς μετά χρειάζεται λίγο περπάτημα γιατί βρίσκεται σε ένα δρόμο που χωρίζει 2 μεγάλα πάρκα (από τα δεκάδες που βρίσκονται στο ευρύτερο κέντρο της πόλης). Έτσι το να πάει κάνεις είναι πανεύκολο, και -μεταξύ μας-έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με το πώς θα φύγει…
Το Quantic σε εντυπωσιάζει, καταρχάς εξωτερικά. Ανεβαίνεις μπόλικα σκαλιά για να το προσεγγίζεις και με το που φτάνεις στο τελευταίο σκαλοπάτι, συναντάς μια μεγάλη αυλή, με ψηλά τραπεζάκια και κόσμο να αράζει, να μιλά και να κουνιέται στους ήχους της rock μουσικής που βγαίνει από τον εσωτερικό χώρο. Πέσαμε άλλωστε σε πολύ καλές μέρες, έτσι όλες οι πόρτες του ήταν ορθάνοιχτες και η μουσική ακουγόταν σε όλο… το ύψωμα (αυτή την αίσθηση είχες αγναντεύοντας από την αυλή του μαγαζιού, πως είναι χτισμένο πάνω σε ένα μικρό λοφάκι). Ο μέσα χώρος ήταν μια καταπληκτική, μπαρουτοκαπνισμένη, ορθογώνια αίθουσα με δεκάδες ξύλινα τραπέζια, ένα μεγάλο μπάρ με άπειρες μπύρες ενώ στους τοίχους παντού έβλεπες γκράφιτι, κιθάρες, αυτοκόλλητα και αφίσες ή μπλούζες συγκροτημάτων. Αφού παραλάβαμε τις διαπιστεύσεις μας, καθίσαμε για μια μπύρα, υπό τους ήχους των Oasis, Verve κλπ. Αυτό, μέχρι να τελειώσει το soundcheck που γινόταν στον συναυλιακό χώρο, μια αίθουσα δίπλα από το χώρο του club.
Οι πόρτες άνοιξαν με χρονική ακρίβεια και μπαίνοντας στο venue εντυπωσιάστηκα από πολλά πράγματα. Αρχικά, αριστερά της σκηνής διέκρινα έναν κύριο που ζωγράφιζε. Έκανε αυτή τη δουλεία στο συγκεκριμένο σημείο όλες τις μέρες και ώρες του φεστιβάλ. Άκουγε τις μπάντες, εμπνεόταν, ζωγράφιζε και κατόπιν μετέφερε τα έργα του στο merch προς πώληση. Πρωτότυπο και πρωτόγνωρο, για φεστιβάλ κλειστού χώρου.
Το μέγεθος του χώρου ήταν ιδανικό. Ήταν ψηλοτάβανο και χωρίς εξώστη να μειώνει τον όγκο του, ενώ και το πλάτος του ήταν αρκετά μεγάλο. Τόσο, που κατά μήκος, χωρούσε και κάποιες σειρές από τραπέζια/πάγκους για όποιον ήθελε να πιει τη μπύρα του χαλαρά, βλέποντας ίσως κάποια από τα ονόματα που δε τον ενδιέφεραν τόσο, στο καθιστό. Κάτι που μου έκανε πολύ εντύπωση ήταν ότι η αίθουσα είχε απευθείας πρόσβαση σε εξωτερικό χώρο, ο οποίος μετά το τέλος του κάθε set μετατρεπόταν σε καπνιστήριο, μέχρι να ακουστεί η πρώτη νότα από την επόμενη μπάντα, που όλοι έτρεχαν πάλι να πιάσουν τις θέσεις τους. Ναι ακούγεται παράξενο, αλλά εντός του venue ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΟΤΑΝ το κάπνισμα. Σάστισα για λίγο..
Τα τρία πρώτα ονόματα (Stonus, Weedpecker, Sunnata)
Η πρώτη μπάντα της βραδιάς ήταν οι Κύπριοι stoner/hard rockers, Stonus. Έπαιξαν μπροστά σε λίγο κόσμο και όσο να’ναι αυτό επηρεάζει και τους ίδιους αλλά και το κοινό που παρακολουθούσε. Από την άλλη, και μόνο το γεγονός πως βρίσκονταν εκεί, σε ένα festival με τόσο σπουδαίες μπάντες, είναι σίγουρα ένα παράσημο και ένα εφαλτήριο για την καριέρα τους. Έπαιξαν, για περίπου μισή ώρα, κομμάτια από το περσινό EP, Lunar Eclipse (με κορυφαίο το fuzzαριστό Aspirin και το μελωδικό Spiritual Realities) αλλά και παλαιότερα (όπως το πολύ δυναμικό Supertrip που μου θύμισε αρκετά Nightstalker), και νομίζω πως το κοινό πέρασε αρκετά καλά. Σίγουρα θα χρειαστεί βελτίωση τόσο στην σκηνική παρουσία όσο και στην live απόδοση των συνθέσεων, αλλά αυτά είναι πράγματα που θα έρθουν με το χρόνο και την τριβή με το αντικείμενο.
Συνέχεια στο μενού είχε το Πολωνικό «ζεύγος» συγκροτημάτων, που αρκετοί ίσως να το πετύχατε στο, προ ημερών, πέρασμά του από την Ελλάδα. Διαφορετικά συγκροτήματα ως προς τον ήχο μεν, μεγάλη ένταση και πάθος και από τα δύο, δε.
Αρχικά, εμφανίστηκαν στη σκηνή οι πολυσύνθετοι Weedpecker. Γενικά θα τους πεις μια stoner/psychedelic μπάντα, όμως βάζουν πολλά στοιχεία στα κομμάτια τους, ξεπερνώντας τα όρια των ειδών. Ξεκίνησαν με το φετινό ατμοσφαιρικό Rise Above (που βρίσκεται στο 4 Way Split, ένα EP που προέκυψε από τη συνεργασία 4 Πολωνικών συγκροτημάτων με παρεμφερή ήχο). Ένα από τα ομορφότερα και πλέον prog κομμάτια του set, ήταν το Liquid Sky (από το περσινό ΙΙΙ), που μου θύμισε αρκετά τους Rush. Ακούστε και δείτε τους και παρακάτω στο Don’t Trust Your Elephant, από το ντεμπούτο τους, ομώνυμο του συγκροτήματος άλμπουμ, του 2013. Τελευταίο του set ήταν το Sativa Landscapes, που αφιέρωσαν στο…κάπνισμα.
Λίγο μετά το τέλος του live, βρήκαμε την ευκαιρία να τους ρωτήσουμε πώς τους φάνηκε η Ελλάδα, και είπαν τα καλύτερα για το κοινό αλλά και τα ντόπια προϊόντα…
Οι Sunnata που ακολούθησαν μου φάνηκαν ακόμα πιο ενδιαφέροντες, πιο κοντά στον ήχο που προτιμώ, αυτήν την περίοδο έστω. Sludge με κάμποσα stoner αλλά και gothic, dark ηχοτόπια, heavy ήχοι που στηρίζονται όμως περισσότερο στη μελωδία παρά στην ένταση και τα riffs. Ένα prog/doom τοπίο το οποίο το κοινό του Βουκουρεστίου φάνηκε να απολαμβάνει ιδιαίτερα. Ξεκίνησαν με το μελωδικότατο (τι riffάρα απίστευτη…) Long Gone από τον μάλλον καλύτερο δίσκο τους, το Zorya του 2016. Ακούστε όμως παρακάτω το Outlands (από τον ομώνυμο περσινό τους δίσκο) και θα συμφωνήσετε ότι μιλάμε για αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα περίπτωση μπάντας. Μου άρεσε ιδιαίτερα το γεγονός ότι υπήρχαν σημαντικές εναλλαγές μεταξύ των κομματιών και μπορούσες άλλοτε να διακρίνεις stoner, άλλοτε grunge και άλλοτε metal επιρροές. Το τελετουργικό της μουσικής αλλά και της σκηνικής τους παρουσίας περιλαμβάνει πολλά tricks, όπως για παράδειγμα διασκορπισμένα λιβανιστήρια και ανεμιστήρ(ι)α για να….ανεμίζουν τα μαλλιά του τραγουδιστή Szymon Ewertowski. Με τον οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, μιλήσαμε λίγο στο τέλος και ρωτώντας τον για την Ελλάδα, χαμογέλασε -μάλλον λίγο πικρά- μιλώντας για ένα μικρό ατύχημα που είχαν και τους στεναχώρησε, υποσχόμενος πάντως να μας ξανάρθει σύντομα.
Οι headliners Planet of Zeus, ταρακούνησαν την πόλη
Η αλήθεια είναι πως αν κυκλοφορούσες στην πόλη, όχι μόνο στο κέντρο της αλλά και σε απόμερες γειτονιές ή ακόμα και στον δρόμο για το αεροδρόμιο, ένα πράγμα θα καταλάβαινες ότι θα ταρακουνήσει συθέμελα την πόλη. Τόσες αφίσες ενός ανθρώπου (γνωστού Έλληνα λαικό-ποπ τραγουδιστή), δεν έχω δει ούτε στις εκλογές του '81 ή του ’89. Εμάς όμως μας αφορά το ταρακούνημα που δημιούργησαν οι 4 φοβεροί και τρομεροί heavy rockers συμπολίτες μας και όχι ο εν λόγω κύριος.
Η αλήθεια είναι πως επειδή τους είχαμε ξαναδεί -και σχετικά πρόσφατα- το κύριο ενδιαφέρον εστιαζόταν στο να δούμε τις αντιδράσεις του Ρουμάνικου κοινού απέναντί τους. Η (αγγλική) γλώσσα σίγουρα βοηθά τις μπάντες από την Ελλάδα να κάνουν το βήμα προς τα έξω, αλλά δεν αρκεί μόνο αυτό. Οι Planet ανήκουν στα ελληνικα συγκροτήματα που δε μετριούνται πια στα δάχτυλα ούτε καν των δύο χεριών, που κατάφεραν να χτίσουν γερό όνομα στο εξωτερικό. Χρειάζεται επαγγελματισμός και αφοσίωση για να καταφέρεις κάτι τέτοιο, χαρακτηριστικά που σίγουρα έχουν oι συγκεκριμένοι, και μπορείς να διακρίνεις ακόμα και από το στήσιμο και το… soundcheck πριν από ένα live τους.
Αυτό πού έγινε με τους Planet στο Quantic, που μπορεί να μην ήταν ασφυκτικά γεμάτο, όμως όσοι ήταν εκεί, βρέθηκαν όχι επειδή είδαν φως και μπήκαν αλλά επειδή γούσταραν πραγματικά το συγκρότημα. Όσο και να βοηθά η κατανόηση των όσων γράφεις, αν οι συνθέσεις σου δεν αγγίζουν τον άλλο, δε θα φτάσει στο σημείο να τραγουδά με πάθος τους στίχους σου, μην το ξεχνάμε αυτό. Χαρακτηριστικό ήταν μάλιστα ένα σκηνικό δίπλα μου, στην πρώτη σειρά με 2 μεγάλης ηλικίας κυρίους που …κρέμονταν κυριολεκτικά από τα κάγκελα και φώναζαν γνωστό σύνθημα στα ελληνικά, κάνοντας με να υποθέσω ότι πρόκειται για συντοπίτες. Μέχρι να παρατηρήσω ένα μικρό συντακτικό λάθος που τους πρόδοσε και έτσι κατάλαβα ότι επρόκειτο για Ρουμάνους πωρωμένους fans που διασκέδαζαν αφάνταστα. Και φυσικά δεν ήταν οι μόνοι.
Το set list είχε απ’ όλα τα καλά και νομίζω πως δεν έμεινε κανένας παραπονεμένος από το πάθος και την ένταση που ξεχείλιζε από τη σκηνή. Το μπάσιμο έγινε με το Macho Libre και το Doteru του 2011, που μας βοήθησαν να έρθουμε γρήγορα στα ίσα μας. Πέρασμα από όλα τα albums, όπως για παράδειγμα τα The Great Dandolos και A Girl Named Greed από το Vigilante του 2014, με τον Στέλιο να δίνει ρέστα στην κιθάρα και να καλεί το κοινό να φωνάξει και να χτυπηθεί μαζί του. Μεγάλο πέρασμα (με 4 τραγούδια) από το τελευταίο studio άλμπουμ τους, το θρυλικό πλέον Loyal To The Pack (2016) με το προσωπικό μου αγαπημένο, AC/DCιαρικο Your Love Makes Me Wanna Hurt Myself, αλλά και το bluesατο Little Deceiver που το αφιέρωσαν στις γυναίκες, και φυσικά το ομώνυμο ηφαίστειο του δίσκου (δείτε παρακάτω).
Επιστροφή σε Macho (Leftovers, Vanity Suit) αλλά και ένα βλέμμα προς το ντεμπούτο Eleven The Hard Way, με το Woke Up Dead.
Επειδή δε θα μπορούσε να τελειώσει έτσι η βραδιά, η μπάντα ξαναβγήκε, υπό τις επευφημίες των Ρουμάνων fans, για το τελικό χτύπημα με το Vigilante, και μας ισοπέδωσαν.
Στο τέλος το χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπο όλων. Και για εμάς, που η μέρα μας ξεκίνησε ξημερώματα με 3ωρη καθυστέρηση πτήσης (ούτε ένα νερό ρε παιδιάααα σε αυτές τις low cost…;), έφτανε προς το τέλος της με τον καλύτερο τρόπο. Το θέμα τώρα ήταν πως γυρνάς πίσω στο ξενοδοχείο…(δεν έχει metro, δε ξέραμε αν έχει και που πάνε τα λεωφορεία). Tip: ψάχνεις ένα τρόπο να καλέσεις ταξί, αλλιώς την πάτησες…Την πατήσαμε κοινώς, αλλά χαλάλι… Το live, ο χώρος, η γνωριμία με τους υπευθύνους του φεστιβάλ και τις μπάντες, ήταν υπεραρκετά για να δώσουν θετικό πρόσημο στη μέρα! Και ακολουθούσε και δεύτερη, και ΤΙ δεύτερη…
https://www.slidingbackwards.com/synayliakes-istories/item/433-soundart-festival-day-2-quantic-club-bucharest-9-3-2019#sigProId7c68130376
Photos/Videos: v_era