Από την πρώτη ημέρα ανακοίνωσης του live των Low στην Αθήνα, αυτόματα αυτό σημειώθηκε ως ένα από τα σημαντικότερα του καλοκαιριού. Οι φυσιολογικοί φόβοι περί των γενικότερων συνθηκών στο συγκεκριμένο χώρο σαφώς και υπήρξαν, όμως τελικά η βραδιά κύλησε ομαλά, σχεδόν σαν ένα “κανονικό” live δηλαδή, με τους Low να επιβεβαιώνουν για μια ακόμα φόρα πόσο σπουδαίοι είναι. Και ας έχω παράπονο για τη διάρκεια της συναυλίας.
Ένα πρώτο σοκ, εκεί γύρω στις 9.30 οφείλω να παραδεχθώ πως το έπαθα. Ελάχιστος συναυλιακός κόσμος, παντού παιδάκια να τρέχουν, αδιανόητη δυσκολία να παρκάρεις στους γύρω δρόμους (ακόμα ψάχνω το αυτοκίνητο μου…) και άλλα τέτοια τρομακτικά. Στις 10.00 όμως όλα αυτά είχαν λυθεί: Και θέση στο μπροστινό κάγκελο, και σχετικός με το θέμα κόσμος(όχι πολύς αλλά οκ, υπήρχαν και άλλες συναυλίες την ίδια ώρα στην πόλη), και ΟΡΘΙΟΣ (σημαντικό, γιατί στον εξαιρετικό κατά τ’ άλλα χώρο του SNFCC, μου έχει τύχει να ακούσω “καθίστε κάτω παρακαλώ, δε βλέπουμε”, και δεν είμαι 2.20μ ούτε υπήρξα ποτέ) και ήχος καλός. Για το τελευταίο, δυστυχώς, όπως έμαθα μετά, αυτό ίσχυσε μόνο για το μπροστινό κομμάτι του χώρου.
Η μουσική των Low είναι μαγευτική και μοναδική. Την παγκόσμια (ας πούμε) αναγνώριση όμως, την έλαβαν μόλις πέρσι, με τον δωδέκατο -παρακαλώ- δίσκο τους, Double Negative, που βρέθηκε σε πάρα πολλές λίστες με τα καλύτερα του 2018.
Φυσιολογικά λοιπόν, ένα μέρος του set αφιερώθηκε σε αυτόν, με τα κομμάτια όμως να είναι σχετικά διασκορπισμένα εντός set και να βγάζουν ένα ισορροπημένο συνολικό αποτέλεσμα. Η έναρξη “χτίστηκε” με πανομοιότυπο τρόπο με αυτήν του Double Negative, αφού ακούσαμε διαδοχικά τα δύο πρώτα κομμάτια του: Quorum, Dancing and Blood, ενώ και η σύνθεση που ακολούθησε (Always Up) ήταν από τον κατάμαυρο και δυστοπικό δίσκο του 2018.
Το γενικό πρόσταγμα είχε πάντα ο Alan Sparhawk ενώ τον ρυθμό έδινε πίσω από το drumset της η Mimi Parker με τον Steve Garrington να ακολουθεί στο μπάσο και όλοι μαζί να χτίζουν ατμόσφαιρες έντονες και διαπεραστικές. Στα φωνητικά εναλλάσσονταν Steve και Mimi, αλλά τα πλέον ονειρικά σημεία ήταν όταν τραγουδούσαν μαζί, πετυχαίνοντας εξαιρετικό εναρμονισμό.
Μία από τις καλύτερες στιγμές του live, ήρθε με ένα από τα αγαπημένα κομμάτια τους, το No Comprende (Ones and Sixes, 2015), με το σχετικό σκοτεινό videoclip του (με ένα σπίρτο να σβήνει στο σκοτάδι) να βοηθά στο να φτιαχτεί μυσταγωγική ατμόσφαιρα.
Η παραμόρφωση της κιθάρας του Alan ήταν εντονότατη, σε στιγμές ακουγόταν σα κακοκουρδισμένο έγχορδο που δέρνει τους βρώμικους τοίχους μπαρουτοκαπνισμένου υπόγειου bar. Εκεί ακριβώς όμως στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό η επιτυχία της μπάντας. Ήρεμες, χαμηλότονες, πράες φωνές να παλεύουν να «αναπνεύσουν» μέσα στα δυστοπικά, industrial, θεοσκότεινα περιβάλλοντα των κιθαριστικών παραμορφώσεων. Το κάνουν τόσο -μα τόσο- καλά αυτό.
Επιστρέφοντας τώρα στο set, θέλησαν να μας περάσουν και μια βόλτα από τα πρώτα χρόνια της καριέρας τους. Έτσι, ακούσαμε τo εκπληκτικό Do You Know How to Waltz? (The Curtain Hits the Cast, 1996) και το Lazy (I Could Live in Hope, 1994), ενώ επέστρεψαν στο 2018 με τα Fly και Disarrey. Νωρίτερα ακούσαμε και κάτι από τον Invisible Way (2013), ένα από τα μέτρια μάλλον κομμάτια του δίσκου (Plastic Cup).
Σε πολλές συνθέσεις (ίσως σε όλες αλλά δεν ορκίζομαι) αυτό που ακούγαμε συνοδεύονταν ταιριαστά με ενδιαφέροντα videoclips. Μου έλειψαν πολύ μερικά κομμάτια από το set, όπως το The Innocents, το Monkey, το Lullaby, και είχα την ελπίδα έως βεβαιότητα ότι θα τα ακούσω στο encore, αλλά φευ. Σε αυτό, απλά επέλεξαν να μας αποχαιρετίσουν με το Will the Night (E.P Song for a Dead Pilot, 1997) και τους…ταιριαστούς στίχους στο τέλος του: “…So long, Goodbye, Goodnight”. Μεταξύ μας, πρόκειται για ένα αδιάφορο κομμάτι και σίγουρα μη κατάλληλο για encore. Εντάξει όμως, αυτό δε χαλάει τις ως και ανατριχιαστικές στιγμές που μας προσέφεραν. Ειδικά η φάση λίγο πριν το τέλος του set, όπου το τζαμάρισμα πήγε «σύννεφο», ήταν πραγματικά αδιανόητα καλή, και απόλυτα “Low”.
Τέλος, για να υπάρξει μία πιο σφαιρική αποτύπωση της βραδιάς, οφείλω να σημειώσω ότι υπήρξε και αρκετός (μουσικόφιλος, όχι “είδα φως και μπήκα”) κόσμος που αισθάνθηκε από υποτονικά έως αδιάφορα. Βέβαια, κακά τα ψέματα η φάση καλοκαιράκι/γρασιδάκι/αραλίκι είναι εύκολο καμία φορά να σε παρασύρει σε μια χαλαρότητα ως προς το κυρίως θέμα σου (τη συναυλία), χωρίς απαραίτητα να φταίει η μπάντα για αυτό.
Επίσης, να επαναλάβω πως το set μου φάνηκε πολύ μικρό. 1 ώρα και 10-15 λεπτά δεν είναι ποτέ αρκετά, ανεξαρτήτως αν το live το έχεις χρυσοπληρώσει (εκεί πονάει περισσότερο, αλλά λέμε τώρα) ή όχι.
Εις το επανιδείν, που για εμάς στο Sliding Backwards θα είναι σε 2 μήνες, στο Today’s Festival του Τορίνο.
https://www.slidingbackwards.com/synayliakes-istories/item/586-low-summer-nostos-festival-snfcc-27-6-2019#sigProIdb50b501b72
Photos/videos: v_era