Τον Μάρτιο του 2001, χάρη στο Ποπ + Ροκ και τη Virgin Records (δύο οντότητες που στα αμέσως επόμενα χρόνια εξέλειψαν αμφότερες), ταξίδεψα στο Λονδίνο για να πάρω συνέντευξη από τον Nick Cave (διαβάστε την παρακάτω), ο οποίος μόλις είχε κυκλοφορήσει το άλμπουμ No More Shall We Part με τους Bad Seeds. Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από την τελευταία του κυκλοφορία, το Boatman’s Call, και ο κουτσομπολίστικος βρετανικός μουσικός Τύπος μιλούσε για έναν αναγεννημένο Βασιλιά Μελάνι, που είχε οριστικά αφήσει πίσω τους εθισμούς – μόνο τον Old Holborn είχε κρατήσει τότε.
Λίγους μήνες αργότερα γνώρισα μια παρέα Ελλήνων μουσικών που, μετά από ποικίλες επιμέρους διαδρομές στην ελληνική ροκ σκηνή, ετοιμάζονταν να κυκλοφορήσουν το κοινό ντεμπούτο τους στη Hitch-Hyke Records (άλλη μια εκλιπούσα οντότητα, δυστυχώς για την ελληνική μουσική). Είχαν διαλέξει το όνομα Illegal Operation και ο δίσκος τους, με τίτλο Blue Project, έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία στην ελληνική σκηνή της εποχής. Americana και blues αποδομημένα και επεξεργασμένα μέσα από ένα εντελώς δικό τους φίλτρο, που και Beefheart και Waits και Cave και avant-garde επιρροές είχε αποστραγγίσει, πάντα όμως χωνεμένες και πολύ καλά δουλεμένες.
Ακριβώς 18 χρόνια αργότερα, μια ενηλικίωση δηλαδή, αυτοί που απέμειναν από τη σαρωτική επέλαση του Ψηφιακού ήταν οι καλλιτέχνες, διαψεύδοντας τις Κασσάνδρες της βιομηχανίας, και εν προκειμένω ο Cave, οι Bad Seeds και οι Illegal Operation. Μάλιστα, χάρη σε μια έμπνευση του χαρισματικού Στέφανου Ρόκου, οι δρόμοι τους συναντιούνται στην Αθήνα, στο Μουσείο Μπενάκη, όπου την Πέμπτη 9 Μαΐου, οι Illegal Operation παρέα με τον Jim Sclavunos (Bad Seeds), τον Stef Kamil Carlens (ex-dEUS, Zita Swoon), τους Callas και την Eleanor Friedberger (ex-Fiery Furnaces), θα παρουσιάσουν τις δικές τους εκδοχές για τα τραγούδια του No More Shall We Part, στο πλαίσιο της έκθεσης του Έλληνα εικαστικού καλλιτέχνη, με τίτλο Stefanos Rokos: Nick Cave and the Bad Seeds, No More Shall We Part, 14 Paintings 17 Years Later.
Συναντηθήκαμε και μιλήσαμε με τους Illegal Operation (διαβάστε εδώ) στο στούντιο όπου έκαναν πρόβα τα τέσσερα κομμάτια που θα παίξουν στη συναυλία. Μαζί τους ήταν ο Jim Sclavunos, που τραγουδάει μαζί τους το “Hallelujah”, αλλά και η Ελένη Τζαβάρα, aka Etten, που ερμηνεύει το “Fifteen Feet of Pure White Snow”. Ο Jim μας μίλησε για το πρότζεκτ του Στέφανου (δείτε εδώ) αλλά και για το συγκεκριμένο άλμπουμ, ενώ η Ελένη αναφέρθηκε στη διαχρονική σχέση της με τους Illegal.
Πριν απ' όλα αυτά όμως, διαβάστε παρακάτω τη συνέντευξη του Nick Cave το 2001, επ' ευκαιρία της κυκλοφορίας, τότε, του No More Shall We Part.
Συνέντευξη Nick Cave για το Ποπ+Ροκ (251, Απρίλιος 2001) στον Βασίλη Δουβίτσα
Πατέρας, σύζυγος, crooner, και μάλιστα εκφραστικός, συνθέτης με βάθος και ποικίλες αναφορές, “clean-cut”, με όρεξη για ζωή και δημιουργία. Ο Nick Cave άλλαξε, αλλά είναι ακμαίος όσο ποτέ. Εγκατεστημένος στο αδιάφορο για τον ίδιο Λονδίνο και με ένα αριθμό παιδιών που στη χώρα μας θα του εξασφάλιζε επίδομα πολυτέκνου, διανύει με έξαψη την πέμπτη δεκαετία της ζωής του και μας προτείνει να μην τον αποχωριστούμε ποτέ. Είναι όμως το No More Shall We Part, το άλμπουμ που περιμέναμε εδώ και τέσσερα χρόνια από αυτόν; Όσοι δεν αντιμετωπίζουν καχύποπτα ή με σκεπτικισμό τις εκπλήξεις μάλλον θα μείνουν ικανοποιημένοι. Ποιες εκπλήξεις; E να, για πρώτη φορά δοκιμάζει να τραγουδήσει με τη συμβατική έννοια της λέξης, γράφοντας και παίζοντας ο ίδιος στο πιάνο. Αφήνει επίσης υπονοούμενα ότι η λύπη δε του ταιριάζει πλέον… Ένα ταξίδι ως το Λονδίνο είναι αρκετό για να λύσει τις όποιες απορίες ή τους προβληματισμούς.
Στο σαλόνι του ξενοδοχείου που βρίσκεται ένα τετράγωνο πιο πέρα από τους κήπους του Kensington, ή ευγενέστατη Reichel Willis της Mute Records μου λέει με ανακούφιση ότι ο Nick είναι άνετος και χαλαρός, ύστερα από τρεις εβδομάδες συνεχών συνεντεύξεων. “Πως έτσι;” τη ρωτάω. “Άλλη μια ευεργετική αλλαγή στις συνήθειές του;”. “Μπα, απλώς σήμερα ολοκληρώνονται οι συνεντεύξεις στον ξένο Τύπο και το απολαμβάνει”. Κοιτάζει τα χαρτιά της και με αποτελειώνει: “Ξέρεις, είσαι το no56. Είχε συνολικά 59 συνεντεύξεις”.
“Δεν είμαι αριθμός, είμαι ελεύθερος άνθρωπος” απαντώ για να πάρω θάρρος και τη βοηθάω να ανεβάσουμε τρία μπουκάλια εμφιαλωμένο νερό και παγάκια στον ημιώροφο που περιμένει ο Nick.
Ο πάγος σπάει γρήγορα και ο Nick με ρωτάει για τον πιο καλό Έλληνα φίλο του, τον Χρήστο Δασκαλόπουλο.
“Ξέρεις” μου λέει, ”ο Χρήστος είναι ιδιοφυΐα, αλλά και ένας από τους καλύτερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει ποτέ… Λέγε λοιπόν, Έλληνα δημοσιογράφε. Τι θέλεις να μάθεις από εμένα;”.
Τα πάντα! (γέλια), αλλά για αρχή ήθελα να σε ρωτήσω αν το NMSWP είναι το άλμπουμ που πάντοτε ήθελες να κάνεις. Τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία, έχω την εντύπωση ότι οι δίσκοι σου προετοίμαζαν ο ένας μετά τον άλλον το έδαφος για μία δουλειά όπου τα τραγούδια και ο ερμηνευτής θα ήταν τα μοναδικά μέσα.
“Τι εννοείς; Ότι δε χρειάζεται δηλαδή ο ακροατής να γνωρίζει τι είναι ο Nick Cave, ή τι υπάρχει πίσω από τα κομμάτια;”
Όχι, όχι. Απλώς ότι κατά ένα σημαντικό ποσοστό αφήνεις απέξω το γκρουπ και τον πλούσιο ήχο και επιλέγεις τραγούδια με πιάνο και φωνή, όπως οι συνθέτες/ερμηνευτές της παλιάς σχολής.
“Εγώ νομίζω ότι είναι δίσκος με συνολική συνεισφορά από το γκρουπ. Είναι δίσκος των Bad Seeds, οι οποίοι είναι πολύ ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα. Συνήθως δε λένε κάτι όταν ηχογραφούμε ένα καινούριο άλμπουμ, αλλά αυτή τη φορά ήρθαν όλοι τους μετά το τέλος των ηχογραφήσεων και μου είπαν ότι κάναμε ένα εξαιρετικό άλμπουμ, κάτι που με ενθαρρύνει πολύ. Μπορεί το πιάνο να είναι μπροστά, να παίζω εγώ όλα τα πιανιστικά μέρη και να γράφω τα τραγούδια, αλλά δεν παύει να είναι δίσκος του συγκροτήματος, ακόμα και αν αυτό περιορίζεται κάπως σε ορισμένα κομμάτια. Δεν είναι πρόθεσή μου ν’απαλλαγώ κάποτε από τους Βad Seeds και να κάνω έναν απολύτως προσωπικό δίσκο. Στο κάτω κάτω, κανείς δε ξέρει πως θα είναι ο επόμενος δίσκος μας. Μπορεί να είναι τελείως διαφορετικός”.
Πέρα από το ζήτημα της συμμετοχής των Bad Seeds, σε αυτό το άλμπουμ είναι εμφανές ότι για πρώτη φορά πειραματίζεσαι σε τέτοια έκταση με τη φωνή σου. Σε συνδυασμό με τη δομή των τραγουδιών και το απλό χτίσιμο πάνω στο πιάνο, τα τραγούδια σου δοκιμάζονται σε νέες εκφραστικές κατευθύνσεις.
“Νομίζω πως αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι στο παρελθόν οι μοναδικές στιγμές που τραγουδούσα ήταν στις συναυλίες και στούντιο. Έγραφα μεν τα τραγούδια, αλλά δούλευα με τις συγχορδίες και τους στίχους. Δοκίμαζα κάποια μέρη του τραγουδιού κι έλεγα, εντάξει, ας το βάλουμε αυτό, και μετά δούλευα σε κάτι άλλο. Η κυρίως δουλειά γινόταν όμως στο στούντιο. Σε αυτό το άλμπουμ όμως είχα πλέον δικό μου χώρο, όπου πήγαινα καθημερινά και δούλευα πάνω στα τραγούδια. Έπαιξα αυτά τα τραγούδια πάρα πολλές φορές πριν μπω στο στούντιο. Ήταν ήδη έτοιμα όταν μπήκα να τα ηχογραφήσω. Είχα παίξει εκατοντάδες φορές το καθένα στο πιάνο και είχα δοκιμάσει διάφορες ερμηνείες στο τραγούδι. Δε νομίζω λοιπόν ότι πρόκειται για πειραματισμό ή νέους τρόπους στην ερμηνεία μου. Χωρίς την πίεση του στούντιο είχα όλο το χρόνο να ανακαλύψω μέχρι που μπορούσε να πάει η φωνή μου. Και αυτό δε μου είχε ξανασυμβεί στο παρελθόν”.
Σοβαρά, δεν είχες δοκιμάσει ποτέ τις δυνατότητες της φωνής σου;
“Κατ’ουσίαν όχι. Όταν έγραφα ένα τραγούδι όπως το Papa Won’t Leave You Henry, για παράδειγμα, έγραφα τους στίχους πρώτα, δημιουργούσα μία πρωτόλεια μελωδία, τα-τα-τα-τα, και μετά όλη η δουλειά γινόταν στο στούντιο. Αντιθέτως, τώρα είχα κάνει μεγάλη προεργασία”.
Σε ικανοποίησε το τελικό αποτέλεσμα; O τρόπος ερμηνείας;
“Ναι, είμαι σχετικά ικανοποιημένος. Ως όργανο η φωνή μου έχει βέβαια τους περιορισμούς της τους οποίους και γνωρίζω. Μου αρέσει κυρίως το ότι η φωνή μου βγαίνει λιγότερο θεατρική και είμαι ευχαριστημένος για αυτό. Αυτό συμβαίνει επειδή συγχρόνως παίζω πιάνο και αφοσιώνομαι στο παίξιμο, αφήνοντας κατά μέρος για λίγο το τραγούδι”.
Σκέφτεσαι να το κάνεις αυτό και στις ζωντανές εμφανίσεις σου, να παίζεις δηλαδή και πιάνο;
“Εκτός του ότι έχω έναν πιανίστα, οι Bad Seeds είναι rock συγκρότημα και εγώ θέλω να κινούμαι πάνω στη σκηνή. Ένα από τα συναρπαστικά πράγματα στους Bad Seeds είναι η εκρηκτική σκηνική παρουσία τους και ο δυνατός ήχος που βγάζουν. Μου αρέσει ο τρόπος με τον οποίο οι Bad Seeds παίζουν ζωντανά και δε θα μπορούσα εγώ απλώς να κάθομαι και να παίζω πιάνο στη σκηνή. Πρέπει να κουνήσω και λίγο τον κώλο μου!”.
Αυτή τη στάση την επιλέγεις κατ’ απαίτηση του κοινού και της εικόνας που έχει σχηματίσει για εσένα ή είναι μία πραγματική, εσωτερική σου ανάγκη;
“Μου βγαίνει φυσικά. Ακόμα και στις πρόβες που κάνουμε -αν και δεν κάνουμε πολύ συχνά πλέον- είναι μία φυσική διέξοδος για εμένα”.
Και με τα πιανιστικά κομμάτια τι θα κάνετε; Θα τα προσαρμόσετε ανάλογα ή θα τα αφήσετε εκτός σετ;
“Μπορούμε να παίξουμε τα πάντα χωρίς πρόβλημα. Oι Bad Seeds έχουν μια μοναδική ικανότητα να παίζουν απίστευτα δυνατή και βίαιη μουσική τη μία στιγμή και εξαιρετικά λεπτή και εύθραυστη την αμέσως επόμενη. Σε όλους μας αρέσουν και οι δύο αυτές τάσεις, οπότε μπορούμε να κάνουμε και τα δύο”.
Ακόμα και στους στίχους σου, πάντως, παρατήρησα μικρές αποκλίσεις από τη συνήθη θεματολογία που αναπτύσσεις. Για παράδειγμα, στο ομώνυμο κομμάτι του άλμπουμ λες: “Ποτέ ξανά δε θ’αρχίσω τα γράμματά μου λυπημένα ή στο καταχείμωνο” ή “Δε θα ξαναπώ ποτέ “καρδιά μου”, είμαι μόνος και εκείνη μ’εγκατέλειψε”. Τέλος στη θλίψη και στην απώλεια λοιπόν;
“Πάντα μου άρεσαν τα θλιμμένα τραγούδια, το παραδέχομαι. Γράφω όμως και πολλά ερωτικά τραγούδια και δεν πιστεύω ότι ένα ερωτικό τραγούδι θα πρέπει να είναι απαραίτητα θλιμμένο. Υπάρχει όμως στον έρωτα κι έτσι, ακόμα και αν ήθελα ν’απαλλαγώ από αυτή τη διάθεση, δε θα μπορούσα. Δεν κάθομαι ποτέ με τη σκέψη να γράψω ένα θλιμμένο τραγούδι. Φαντάζεσαι να ξυπνήσω μία μέρα και να πω, ωραία, σήμερα θα γράψω ένα πολύ θλιμμένο τραγούδι; Απλώς, στο τέλος έτσι μου βγαίνουν. Το συγκεκριμένο κομμάτι [“No More Shall We Part”] προοριζόταν αρχικά για γαμήλιο τραγούδι. Παντρεύτηκα πριν από λίγα χρόνια και ήθελα να γράψω ένα τραγούδι για το γάμο. Όμως, ακόμα κι έτσι, υπάρχει μία νότα αβεβαιότητας στο τραγούδι, αυτό το άβολο συναίσθημα”.
Είναι γραμμένο και σε ελάσσονες κλίμακες, άλλωστε…
“Το παραδέχομαι, με ελκύουν αυτές οι μελωδίες…” [γέλια]
Στο "Oh My Lord" υπαινίσσεσαι προφανώς ότι κάποιοι σε έχουν κατηγορήσει πως έχεις χάσει το δρόμο σου και έγινες πιο soft. Προλαβαίνεις έτσι κάποιους που θα το έλεγαν αυτό με αφορμή το νέο δίσκο, ή όντως έχουν ακουστεί αυτά από ανθρώπους δικούς σου;
“Όλα τα κομμάτια μου, εκτός από αυτά που έχουν εμφανώς φανταστικά θέματα, προέρχονται από εμπειρίες της ζωής μου. Κατά καιρούς με συναντάνε κάποιοι και μου λένε: “Ω! θεέ μου, ο Nick Cave. Θα μου δώσεις ένα αυτόγραφο; Ξέρεις, είμαι φαν σου, της πρώτης περιόδου εννοείται”. To τραγούδι αυτό ξεκινά κωμικά, αλλά στο τέλος γίνεται οργισμένο, κακό. Όμως το βασικό θέμα είναι οι γείτονες και ο υπόλοιπος κόσμος που σε παρακολουθεί [γουρλώνει τα μάτια] και σε κρίνει”.
Tόσο σε αυτό το κομμάτι όσο και στο “Darker With The Day” κάνεις νύξεις για αυτούς πού έχουν ανάγκη την έκθεση στο κοινό, αλλά και για την ματαιότητα του σταρ σίστεμ. Πιστεύεις, μέσα από αυτά που έχεις ζήσει, τις εμπειρίες σου στα άκρα του φάσματος, ότι έχεις πετύχει το Αριστοτελικό μέτρο, την περίφημη μέση οδό;
“Δε με ενδιαφέρουν το καλό ή το κακό από μόνα τους. Με ενδιαφέρει αυτό που γίνεται στο μέσον, στη διαμάχη αναμέσά τους. Όπως όταν τραβάς ένα ύφασμα από τα δύο άκρα του και το σκίζεις: Eμένα με ενδιαφέρουν οι κλωστές που απομένουν στη μέση. Το κακό δε με ενδιέφερε ποτέ αλλά ούτε το ιερό καλό”.
Όμως όλοι οι πειρασμοί, οι Σειρήνες, βρίσκονται στην πλευρά του κακού. Στο "Fifteen Feet Of Pure White Snow" μιλάς με διδακτικό τόνο για τις συνέπειες του να πιάνεις πάτο, να βρίσκεσαι ξαφνικά στο βυθό.
“Βυθός;” [Mε έκπληξη]
Ναι. Όταν λες ότι ποτέ δε βρέθηκες τόσο χαμηλά, για το χιόνι μιλάς;
“[γελώντας] Εσύ σε τι νομίζεις ότι αναφέρεται;”
Φαντάζομαι στα ναρκωτικά.
“Oχι, όχι δεν είναι για τα ναρκωτικά. Δε το σκέφτηκα καθόλου έτσι, παρά μόνο όταν άρχισα να δίνω συνεντεύξεις και ορισμένοι μου είπαν το ίδιο πράγμα με εσένα, ότι αναφέρεται στα ναρκωτικά. Όταν το έγραψα δε μου πέρασε καν από το μυαλό αυτό. Δε γράφω τραγούδια για ναρκωτικά. Έτσι δεν είναι;”.
[εμβρόντητος] Ε;
“[επιθετικά] Ποια τραγούδια μου αναφέρονται στα ναρκωτικά;”.
[χαμηλόφωνα] Το "Mutiny In Heaven"…
“[γελώντας] Εντάξει. Τέλος πάντων, δεν είναι για τα ναρκωτικά”.
Ωραία, ας μην είναι για τα ναρκωτικά. Ο πάτος όμως παραμένει.
“Προσπάθησα να κάνω κομμάτια που είναι ξεκάθαρα, αλλά αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Και μου αρέσει να έχουν τα τραγούδια μου διαφορετικές πτυχές. Δε θέλω να κατευθύνω κάπου συγκεκριμένα τους ακροατές μου. Ας πάρει ο καθένας ό,τι θέλει. Πάντως δεν είναι για τα ναρκωτικά!” [γέλια]
Ας μιλήσουμε λίγο για το κοινό σου. Ο βασικός πυρήνας του, στην Ελλάδα τουλάχιστον, αποτελείται από ανθρώπους που σε ακολουθούν από τον πρώτο καιρό με τους Birthday Party. Αυτοί που έχουν διευρύνει το κοινό σου όμως είναι κυρίως ενήλικες, που πιστεύω ότι δε θα άντεχαν να ακούσουν ούτε ένα κομμάτι σου εκείνης της εποχής. Δε σε ενοχλεί αυτή η διαστρωμάτωση;
“Λες λοιπόν ότι έχω δύο ακροατήρια. Το παλιό κοινό εξακολουθεί να με αποδέχεται, ενώ το νέο αποτελείται από ενήλικες, μεσοαστούς, μπουρζουάδες. Δεν μπορώ να ελέγξω ποιοι ακούνε τη μουσική μου ούτε μπορώ να αποκλείσω κάποιους. Δε ζητάμε διαπιστευτήρια από αυτούς που έρχονται να μας δουν και να μας ακούσουν. Έχω προσέξει όμως ότι στην Ελλάδα υπάρχει επίσης και ένα κοινό μας που αποτελείται από νέους ανθρώπους οι οποίοι ίσως και να μην είχαν γεννηθεί όταν ξεκινούσα με τους Birthday Party. Αυτό είναι καλό, γιατί η μουσική μας αγκαλιάζει ένα ευρύ φάσμα, χωρίς να περιμένουμε από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς να παίξουν τη μουσική μας. Σε ό,τι με αφορά, κάνω ακριβώς τη μουσική που θέλω, χωρίς να με απασχολεί το αν ακούγεται πιο εύκολή σε ένα συγκεκριμένο κοινό. Αν υπάρχουν κάποιοι που θεωρούν ότι αυτά που κάνω τα τελευταία πέντε χρόνια δεν έχουν ενδιαφέρον και πιστεύουν ότι πρέπει να γυρίσω στην εποχή των Birthday Party και να κάνω τα ίδια πράγματα, τους δηλώνω ότι δεν έχω χρόνο για αυτούς. Με ενοχλούν, γιατί βρίσκω πολύ συντηρητική αυτή την άποψη”.
Αλήθεια, είχες φανταστεί ποτέ όταν ξεκινούσες την καριέρα σου στη μουσική, ότι στα 40 ή τα 50 σου χρόνια, θα είχες αυτή την απήχηση στο μουσικό χώρο;
“Με εκπλήσσει το γεγονός αυτό. Πάντα έμενα έκπληκτος. Ξέρεις, εκεί στα 30 μου, κάθε δίσκος που έκανα πίστευα ότι θα ήταν ο τελευταίος μου. Κάθε τραγούδι που έγραφα πίστευα ότι θα ήταν το τελευταίο. Υπήρχε μια αίσθηση απελπισίας και πανικού στη δημιουργική διαδικασία. Και μετά έφτασα τα 40 και σκέφτηκα: Εφόσον έφτασα ως εδώ δεν υπάρχει λόγος να μη φτάσω και στα 50 ή στα 60 μου.”
Τα θέματα που σε εμπνέουν εξακολουθούν να είναι τα ίδια. Δεν φαίνεται να σε απασχολούν αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο, αλλά πιο προσωπικές εμπειρίες…
“Ναι αυτό είναι αλήθεια, αλλά χωρίς να σημαίνει ότι αγνοώ τί συμβαίνει γύρω μου. Γνωρίζω τί γίνεται στον κόσμο, απλώς πιστεύω ότι αυτά που θεωρούνται σημαντικά μια δεδομένη στιγμή δεν απασχολούν κανέναν έπειτα από έξι μήνες. Και δεν πιστεύω ότι ο ρόλος μου είναι ν’ αλλάξω, να αναμορφώσω την κοινωνία. Σκοπός των τραγουδιών μου είναι να ανυψώσουν λίγο το πνεύμα των ανθρώπων που τ’ ακούν, να βελτιώσουν την ζωή τους, όσο αυτό είναι δυνατό. Με κατηγορούν συχνά ότι κάνω καταθλιπτικούς δίσκους -συνήθως μου το προσάπτουν οι Αμερικανοί αυτό, και είναι μεγάλη ειρωνεία. Σε συνεντεύξεις που δίνω σε Αμερικανούς, στο 90% των περιπτώσεων με ρωτούν γιατί γράφω καταθλιπτικά τραγούδια! Δεν νομίζω όμως ότι γράφω καταθλιπτικά τραγούδια. Πιστεύω ότι τα τραγούδια μου, σε γενική κλίμακα, έχουν την δύναμη να κάνουν τους ανθρώπους να αισθανθούν καλύτερα.”
Νομίζω ότι οι Αμερικανοί δεν αντέχουν πολύ τα εγκεφαλικά τραγούδια επειδή δεν μπορούν να κατανοήσουν την ευρωπαϊκή κουλτούρα και το πώς επιδρά στους ανθρώπους. Όμως και εσύ δεν μπορείς να αρνηθείς ότι συχνά χρησιμοποιείς έναν διδακτικό τόνο στους στίχους σου. Καυτηριάζεις, «παίζεις» με μια συνεχή διάκριση του καλού και του κακού, καθοδηγείς τον ακροατή να επιλέξει στρατόπεδο…
“Αυτό ακούγεται καλό! Ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι έχω το δικαίωμα ή την εξουσιοδότηση να παίξω τον ρόλο του καθοδηγητή ή να διδάξω τον κόσμο μέσα από τα τραγούδια μου. Όμως είναι ωραίο αν λειτουργεί κι έτσι. Ξέρεις, δεν έχω τόσο ξεκαθαρισμένα μέσα μου τα πάντα. Έτσι, συχνά εκπλήσσομαι από αυτά που λένε για τα τραγούδια μου. Ζω σε έναν κλειστό κόσμο, ο οποίος μάλιστα συνεχώς συρρικνώνεται, με αποτέλεσμα να μην ξέρω τί είδους επίδραση μπορεί να έχει η μουσική μου σε διαφορετικούς ανθρώπους”.
Φαίνεται λίγο παράξενο να δηλώνεις άγνοια. Για τους Αμερικανούς, ας πούμε, έχεις συγκεκριμένη άποψη. Στην περίπτωση των ευρωπαίων γιατί να μην ισχύει αυτό; Ύστερα από 20 χρόνια δεν έχεις σχηματίσει άποψη για τις αντιδράσεις του κόσμου;
“Δεν ξέρω. Πάντως είναι ωραίο έτσι όπως το λες. Με κάνεις να αισθάνομαι καλά”.
Γι’ αυτό είμαι εδώ!!!
[γέλια]“Ψυχοθεραπεία, αυτό είναι! Σοβαρά τώρα, κάθε φορά που μπαίνω στο στούντιο να γράψω ένα τραγούδι δεν αισθάνομαι ότι ελέγχω όλες αυτές τις παραμέτρους. Δεν έχω την απόλυτη εξουσία στα τραγούδια μου από την στιγμή που αυτά κυκλοφορούν. Έχω γνωρίσει ανθρώπους με σαφώς βαθύτερες ερμηνείες ή κατανόηση των τραγουδιών μου από μένα”.
Η πόλη ασκούσε πάντα ιδιαίτερη επίδραση στη ζωή και στο έργο του Cave, άλλοτε θετική και άλλοτε αρνητική. Μελβούρνη, Λονδίνο, Βερολίνο, Ρίο, Σάο Πάολο και τώρα πάλι Λονδίνο. Μια πόλη την οποία είχε στο παρελθόν καυτηριάσει, αρνηθεί, μισήσει. Εδώ και λίγα χρόνια όμως πάλι εκεί είναι εγκατεστημένος. Κάποτε έλεγες ότι το Λονδίνο είναι μια κατατονική πόλη, με ένα απαίσιο περιβάλλον και κακή δημιουργική επίδραση. Ότι δεν προσφέρει έμπνευση.
“Εξακολουθώ να πιστεύω ότι είναι ένα γαμημένο μέρος”.
Τότε γιατί ζεις εδώ;
“Υπάρχουν πολλοί προσωπικοί λόγοι που με κρατούν εδώ. Πρώτα απ’ όλα το κάνω για τα παιδιά μου. Δύο από τα παιδιά μου είναι από διαφορετικές μητέρες οι οποίες ζουν εδώ. Αν έμενα κάπου αλλού δεν μπορούσα να τα βλέπω. Αυτός είναι λοιπόν ο βασικότερος λόγος, αλλά υπάρχουν κι άλλα πλεονεκτήματα όταν ζεις στο Λονδίνο. Για παράδειγμα, μπορώ να περνάω απαρατήρητος και να εξαφανίζομαι στο Λονδίνο. Υπάρχει σαφώς καταπίεση και η πόλη δεν λειτουργεί σωστά. Απ’ την άλλη όμως σου δίνει ένα ποσοστό ελευθερίας για να κάνεις αυτό που θέλεις, εφόσον βέβαια δεν επιτρέπεις στις ταμπλόιντ εφημερίδες ή σε οποιονδήποτε άλλον να σε ανακαλύψει. Στην Αυστραλία, για παράδειγμα, όπου γεννήθηκα, μεγάλωσα και έζησα περίπου 20 χρόνια, μπορεί να έχεις ελευθερία, ησυχία, απεριόριστο χώρο κι όλα αυτά, απ’ την άλλη πλευρά όμως πρόκειται για μια απίστευτα καταπιεστική και συντηρητική κοινωνία. Δεν θέλουν να είσαι πολύ δημιουργικός, να εκφράζεσαι ανοιχτά ή να γίνεις μεγαλύτερος απ’ το σημείο που έχει οριστεί ο πήχης σε αυτή τη χώρα. Αυτός ήταν και ο λόγος που έφυγα από την Αυστραλία. Κανείς από τους μουσικούς δεν είχε κάποιου είδους υποστήριξη τότε…”.
Ο κατασταλαγμένος και σαφώς πιο ήπιος Cave των 44 ετών δεν μπορεί παρά να έχει επηρεαστεί απ’ την ύπαρξη τεσσάρων νέων μελών στην οικογένειά του. Πόσο σημαντικό είναι για έναν καλλιτέχνη το αίσθημα της πατρότητας;
“Αυτή είναι η δεύτερη συνηθέστερη ερώτησή που μου κάνουν. [γέλια] Αυτή την στιγμή έχω τέσσερα αγόρια.. Η γυναίκα με την οποία παντρεύτηκα πρόσφατα έκανε δίδυμα, ενώ έχω άλλους δύο 9χρονους γιους από διαφορετικές μητέρες. Ο ένας από αυτούς ζει μαζί μου. Με τράβηξε προς τον πραγματικό κόσμο, κατά κάποιο τρόπο. Είναι απαραίτητο αυτό, να βλέπεις τι γίνεται γύρω σου. Πριν με απασχολούσε μόνο ο μικρόκοσμός μου”.
Σε αυτόν τον μικρόκοσμο, όπως τον αποκαλείς, δύο από τους ήρωες σου ήταν ο Bob Dylan και ο Leonard Cohen, όπως είχες πει σε κάποιες συνεντεύξεις σου το 1989…
“Έτσι είχα πει το ’89; Δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα από τότε, ε; [γέλια] Ποια είναι λοιπόν η ερώτησή σου;”.
Κάποτε είχες διασκευάσει και Dylan & Cohen, αλλά και Johnny Cash. Πρόσφατα ήταν ο Johnny Cash αυτός που διασκεύασε ένα δικό σου τραγούδι [The Mercy Seat]. Πώς ένιωσες;
“Πάρα πολύ καλά. Ένιωσα ότι μου έγινε ιδιαίτερη τιμή. Ο Johnny Cash είναι ηρωική μορφή. Ηχογράφησε μια πολύ ωραία διασκευή ενός τραγουδιού μου και αυτό είναι κάτι εξαιρετικό”.
Και τι έχεις να πεις για την διασκευή των Metallica [Loverman];
“Ισχύει το ίδιο και εδώ. Με ευχαρίστησε πολύ αυτό που έκαναν. Με βοηθούν να πληρώνω τους φόρους μου! [γέλια] Νομίζω ότι είχε ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισαν το Loverman. Αφαίρεσαν συγκεκριμένα στοιχεία από το τραγούδι. Κατά την γνώμη μου, το Loverman, περιγράφει ένα πολύ κακό, νευρωτικό, γαμημένο χαρακτήρα που τραγουδάει “I’ll be your Loverman”. Και αυτοί το πετσόκοψαν με τον δικό τους τρόπο [αναπαριστά το ύφος του James Hetfield]. Πάντως το διασκέδασα”.
Έχεις σκεφτεί να εκφραστείς με διαφορετικά μέσα ή ακόμα και σε τελείως διαφορετικές μουσικές φόρμες;
“Φυσικά! Αυτό κάνω! Έχω κάνει σάουντρακ ταινιών, για παράδειγμα. Τώρα δουλεύω στην μουσική επένδυση μια αυστραλέζικης θεατρικής παράστασης στην οποία θα τραγουδούν σοπράνο. Επίσης, αφού τελείωσα τον δίσκο, άρχισα να γράφω ένα σενάριο και ίσως ετοιμάσω ένα βιβλίο λίγο αργότερα”.
Η έμπνευση που αντλείς για όλες αυτές τις δουλειές έχει κοινές αναφορές;
“Στο σενάριο, όπως συνέβη και στο “Ghosts Of The Civil Dead”, μου ζητήθηκε να γράψω πάνω σ’ ένα συγκεκριμένο θέμα, που δεν θα ‘θελα να πω τώρα ποιο είναι αυτό, το οποίο θα εξελίσσεται σε συγκεκριμένη εποχή. Δουλεύω λοιπόν σε κάποιο καθορισμένο πλαίσιο και χρησιμοποιώ το μυαλό και το σώμα μου για να λειτουργήσω σ’ αυτή τη διαδικασία. Με τα τραγούδια, από την άλλη, λειτουργώ αλλιώς. Η σύνθεση είναι πολύ πιο μυστηριώδης διαδικασία για μένα”.
Σε ευχαριστώ πολύ. Δεν έχω κάτι άλλο να ρωτήσω.
“Κι εγώ. Είχες χιούμορ και αυτό είναι χρήσιμο”.
Μόλις βρέθηκα στο παγωμένο λονδρέζικο πεζοδρόμιο ήρθαν αυθόρμητα στο μυαλό μου οι ατάκες του Lester Bangs από την ταινία “Almost Famous” , που είχα δει πριν από 3 μέρες. “Με τους ροκ σταρ δεν μπορείς να είσαι φιλικός”. Αν πρόκειται για μια απαρέγκλιτη αρχή της ροκ δημοσιογραφίας, στην συγκεκριμένη περίπτωση την καταπάτησα προτού καν αρχίσει η συνέντευξη. Αν άλλωστε είχα να επιλέξω μία ταυτότητα μεταξύ του άκαμπτου δημοσιογράφου και του μουσικόφιλου φαν, μάλλον θα επέλεγα το δεύτερο. Ή μήπως δεν τίθεται καν το δίλημμα;
._
Photos : v_era