Ο James Sclavunos είναι μια εμβληματική μορφή της εναλλακτικής μουσικής – και επιβλητική επίσης. Μέλος των Bad Seeds από το 1994, αλλά και των Grinderman, είχε προηγουμένως θητεύσει στη no wave σκηνή της Νέας Υόρκης στα τέλη των 70s, παίζοντας στους Teenage Jesus & The Jerks και τους 8 Eyed Spy, αλλά και συνεργαζόμενος με μια πλειάδα άλλων ονομάτων, είτε ως μουσικός (Sonic Youth, Tav Falco’s Panther Burns, The Cramps, Marianne Faithfull), είτε ως παραγωγός (Boss Hog, The Horrors, Kid Congo Powers, Lola Colt). Η σχέση του με την Ελλάδα, πέρα από την καταγωγή που μαρτυρά άλλωστε και το επώνυμο, ξεκίνησε από τη συνεργασία του με τους Sigmatropic στο περίφημο Sixteen Haiku and other stories (2003, Hitch-Hyke). Τα τελευταία χρόνια –που ζει πλέον στο Λονδίνο– συνεργάζεται ανελλιπώς με τους The Callas, ενώ η μακρόχρονη φιλία του με τον Στέφανο Ρόκο τον έφερε και στο συγκεκριμένο συναυλιακό πρότζεκτ. Τον συναντήσαμε σε μια πρόβα με τους Illegal Operation και μιλήσαμε λίγο.
Αλήθεια, πώς νιώθεις να προσεγγίζεις ξανά ένα άλμπουμ μετά από τόσα χρόνια;
Είναι ωραία, πολύ ωραία αίσθηση. Έχει περάσει τόσος καιρός –πάρα πολύς καιρός από τότε– και στην πορεία σταματήσαμε να παίζουμε με τους Bad Seeds αρκετά τραγούδια από το συγκεκριμένο άλμπουμ. Παίζαμε κάποια με το σόλο σχήμα του Nick Cave και παίζαμε μερικά και με την μπάντα, αλλά δεν τα έχουμε παίξει ποτέ όλα. Για παράδειγμα, το “Sweetheart Come” και το “Fifteen Feet of Pure White Snow”, δεν νομίζω ότι τα έχουμε παίξει ποτέ σε live. Κάποια συγκεκριμένα τα παίζαμε αρκετά σταθερά, όπως το “Love Letter”, φερ’ ειπείν, που ήταν πάντα στον βασικό κορμό του setlist, και κάποια λίγα ακόμα τα πιάναμε πού και πού, αλλά τα περισσότερα τα αφήσαμε πίσω. Δεν παίζουμε σχεδόν κανένα από αυτά πλέον. Όσο περισσότερα άλμπουμ ηχογραφείς, τόσο περισσότερο υλικό έχεις για να διαλέξεις και μετά καταλήγεις να είσαι πολύ επιλεκτικός. Για μένα, λοιπόν, είναι πολύ ωραία αίσθηση που επανέρχομαι σε αυτό το άλμπουμ, στην ολότητά του, αν και σε ένα πολύ διαφορετικό πλαίσιο και με ένα τελείως διαφορετικό σύνολο μουσικών. Είναι αρκετά ενδιαφέρον.
Έχω την εντύπωση ότι αυτό το άλμπουμ ήταν ένα σημείο καμπής για τη σταδιοδρομία του Cave. Εσύ πώς το βλέπεις;
Χμμ… Ήταν όντως σημείο καμπής για τη σταδιοδρομία του; Ξέρεις, θέλω να πω, έχουν υπάρξει τόσα ανάλογα σημεία, οπότε δεν ξέρω αν αυτό είχε μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι, ας πούμε, η συνεργασία του με την Kylie Minogue ή… το The Boatman’s Call ήταν μια πραγματική καμπή, σε ό,τι αφορά την προσωπική του προσέγγιση στη σύνθεση. Για μένα, το κυριότερο σημείο καμπής, από τότε που μπήκα στο συγκρότημα, ήταν μάλλον η περίοδος που κάναμε το Abattoir Blues και τους Grinderman και όλα αυτά. Και κατόπιν, μετά από αυτό, ένα άλλο κρίσιμο σημείο ήταν αφότου έφυγαν από το συγκρότημα ο Mick [Harvey] και ο Blixa [Bargeld]. Μετά την αποχώρησή τους ήμασταν ένα διαφορετικού είδους συγκρότημα. Παρότι υπήρχε η αίσθηση της συνέχειας με το παρελθόν, ένιωθες συνάμα ότι ήταν πολύ πιο ανοιχτό σε νέους τρόπους δουλειάς από κοινού και, επίσης, ότι ήμασταν λιγότερο προσκολλημένοι στο παρελθόν, αν καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Μέχρι εκείνο το σημείο, λειτουργούσαμε μέσα σε μια συγκεκριμένου είδους αντίληψη της ιστορικότητας του συγκροτήματος… του τι είδους μουσική έκανε το συγκρότημα. Όταν λοιπόν έφυγαν αυτοί οι δύο, έπαψαν πλέον να υφίστανται αρκετές από τις παγιωμένες αντιλήψεις και προδιαθέσεις που υπήρχαν σχετικά με το τι είδους μουσική μπορούσαμε να παίξουμε. Νιώθαμε ότι μπορούσαμε πλέον να δουλέψουμε με έναν πολύ πιο ευέλικτο τρόπο, προσεγγίζοντας το υλικό με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Νομίζω ότι είναι δίκαιο να πω ότι ο Nick κι εμείς προσπαθούμε πάντα να κάνουμε κάτι διαφορετικό από άλμπουμ σε άλμπουμ. Ορισμένοι δίσκοι είναι διαφορετικοί από άλλους, αλλά δεν πρόκειται ποτέ να ξανακάνουμε το ίδιο άλμπουμ με το προηγούμενο. Κι αυτό προεκτείνεται σε κάθε πτυχή της εργασίας, δηλαδή πώς γράφονται τα τραγούδια, πού τα ηχογραφούμε, ποιος παίζει και τι όργανα παίζει, πώς προσεγγίζει ο Nick τους στίχους, τον τρόπο που τραγουδάει κ.ο.κ. Θεωρώ πώς πάντα προσπαθούμε να κάνουμε διαφορετικά πράγματα από δίσκο σε δίσκο, αλλά συνολικά ασφαλώς με τα ίδια άτομα, πάνω κάτω, σε κάθε δίσκο. Οπότε, λοιπόν, θα έλεγα ότι για μένα αυτά είναι τα δύο κυριότερα σημεία καμπής. Για τον Nick, σε προσωπικό επίπεδο, ποιος ξέρει; Μπορεί το No More Shall We Part να ήταν μια μεγάλη καμπή για τον ίδιο. Αλλά κατά τη γνώμη μου, και μέσα από τη δική μου ματιά, για τον Nick ως συνθέτη –ειδικά σε ό,τι αφορά τους στίχους– το The Boatman’s Call ήταν η κρίσιμη καμπή.
Θέλεις να μας πεις λίγο και για τον Στέφανο Ρόκο και την έκθεσή του, αλλά και για τη συναυλία;
Είμαστε φίλοι με τον Στέφανο εδώ και πολύ καιρό και είχα την ευκαιρία να δω το πρότζεκτ αυτό να εκτυλίσσεται από πολύ νωρίς. Δεν ξέρω πόσο καιρό το είχε στο μυαλό του προτού μου μιλήσει γι’ αυτό την πρώτη φορά. Αλλά σίγουρα ήμουν από αυτούς που συζητούσε όταν υπήρχε κάτι το οποίο χρειαζόταν να μοιραστεί με άλλους ανθρώπους. Και πάντοτε τον ενθάρρυνα και προσπαθούσα να τον βοηθήσω, με όποιον τρόπο μπορούσα. Τα εγκαίνια της έκθεσης στο Μουσείο Μπενάκη, όπως φάνηκε, είχαν πολύ μεγάλη επιτυχία, την οποία και άξιζε. Και μου αρέσει πολύ το πώς είναι στημένη η έκθεση, ο τρόπος που παρουσιάζονται τα εκθέματα, ενώ και οι άνθρωποι από το Μουσείο Μπενάκη, τους οποίους γνώρισα στα εγκαίνια, ήταν πολύ ωραίοι. Ελπίζω λοιπόν να συνεχίσει να είναι επιτυχημένη η έκθεση και ελπίζω επίσης ο κόσμος να εκτιμήσει και τη συναυλία. Έχουν ενδιαφέρον οι πρόβες με τους Illegal Operation και ο τρόπος που προσεγγίζουν τα κομμάτια. Είναι πολύ διαφορετικός από τη μεθοδολογία και το στυλ των Bad Seeds. Είναι αρκετά ενδιαφέρον για μένα το ότι συμμετείχα και στους δύο αυτούς τρόπους προσέγγισης του ίδιου υλικού. Είναι αρκετά διαφωτιστικό.
Συνεργάζεσαι επίσης και με τους The Callas στην ίδια συναυλία;
Ναι, αλλά νομίζω ότι το συγκεκριμένο θα έχει περισσότερο τον χαρακτήρα αυτοσχεδιασμού. Και θα κάνω επίσης… ή, μάλλον, έχω υποσχεθεί να κάνω ένα τραγούδι μόνος μου [γελάει]. Πρέπει όμως να ξεκινήσω να δουλεύω πάνω σε αυτό. Και θα παίξω επίσης μαζί με τον Stef Kamil Carlens. Θα έχω λοιπόν πολύπλευρη συμμετοχή στη διάρκεια της συναυλίας.
Σε ευχαριστώ πολύ.
Εγώ ευχαριστώ!
._
https://mail.slidingbackwards.com/enimerwsi/interviews/item/521-stefanos-rokos-nick-cave-and-the-bad-seeds-nmswp-14-paintings-17-years-later-synentefksi-me-ton-james-sclavunos#sigProIdba5622c2a7
Photos: v_era