Στο παρόν κείμενο δε θα διαβάσετε ιστορική αναδρομή για τους Covenant ούτε και ιδιαίτερες λεπτομέρειες και inside info της πορείας της μπάντας. Δε θα με έλεγα άλλωστε και φανατικό οπαδό του γκρουπ, ώστε να μπορέσω να σας κατατοπίσω ενδελεχώς για τα γεγονότα που τους αφορούν. Αυτό οφείλω να το αναφέρω. Παρακάτω θα δείτε απλά την οπτική μου απέναντι σε ένα από τα ιστορικότερα συγκροτήματα του EBM ήχου. Μια μπάντα που έβαλε και αυτή το λιθαράκι της ώστε το είδος να κυριαρχήσει στο underground/dance μουσικό στερέωμα και να αγγίξει τις παρυφές του mainstream για μερικά χρόνια.
Αν σας φαίνεται υπερβολική η ανωτέρω πρόταση μπορείτε, για του λόγου το αληθές, να ανατρέξετε στις πωλήσεις της εποχής εκείνης, αλλά και το airplay των ραδιοφωνικών σταθμών. Μιλάμε για την περίοδο 2001-2008, αν και αυτός ο χρονικός περιορισμός είναι λίγο υποκειμενικός. Στην πράξη όμως φαίνεται, επικεντρώνοντας στον Ελλαδικό χώρο (τα εδώ δεδομένα άλλωστε αποτελούν προβολή των αντιστοιχών του εξωτερικού), ότι μέσα σε αυτή τη χρονική περίοδο εκτός από τις πωλήσεις δίσκων, οι συναυλίες των κυριότερων εκπροσώπων του είδους ήταν τόσο συχνές όσο και-συνήθως- sold out. Covenant, VNV Nation, Wolfsheim, Apoptygma Berzerk είναι μόλις μερικά από μια πλειάδα συγκροτημάτων που βρήκαν τεράστια αποδοχή στο ελληνικό μουσικόφιλο κοινό εκπροσωπώντας το EBM αλλά και άλλα παρεμφερή μουσικά ιδιώματα όπως synth-pop, future-pop, industrial (στην πιο dance εκδοχή του).
Οι Σουηδοί Covenant έχουν διαγράψει μια ζηλευτή πορεία στο συγκεκριμένο χώρο. Τριακονταετής καριέρα με αρκετές εναλλαγές στο μουσικό ύφος και προσαρμοστικότητα στις μουσικές ανάγκες των εποχών, κάτι που δικαιολογεί εν μέρει άλλωστε και τη μακροβιότητα του γκρουπ. Με εκατοντάδες εμφανίσεις σε φεστιβάλ και χιλιάδες πωλήσεις δίσκων, κράτησαν ψηλά το όνομά τους στις προτιμήσεις του κοινού, διευρύνοντας συνεχώς την επιρροή τους.
Η μπάντα είναι ενεργή από το 1986, όμως ο πρώτος studio δίσκος πρόεκυψε δέκα χρόνια μετά, το 1996 (Dreams Of A Cryotank). Η πορεία τους ήταν διαρκώς ανοδική, οι κριτικές εξαιρετικές και τα αποθεωτικά live, τόνωναν την αυτοπεποίθηση τους.
Η αυγή της νέας χιλιετίας τους βρίσκει σε δαιμονιώδη φόρμα. Με τρία συνεχόμενα καταπληκτικά άλμπουμ εκτοξεύουν τη δημοτικότητα τους, ξεπερνούν για πάντα τα περιορισμένα σύνορα της χώρας τους και κάνουν τον ήχο τους γνωστό σε ευρύτερο κοινό. Οι δίσκοι United States Of Mind (2000), Norhtern Light (2002) και Skyshaper (2006) πλέον θεωρούνται κλασσικοί του είδους. Σε αυτούς συναντά κανείς τεράστιες εμπορικές επιτυχίες όπως τα Like Tears In Rain, Dead Stars, Call the Ships to Port, We Stand Alone, 20 Hz.
Για να είμαι ειλικρινής, σε εκείνο το σημείο τους γνώρισα και αγάπησα και εγώ, όχι νωρίτερα. Στην εποχή που η μουσική τους έβαινε προς το εμπορικότερο με αποτέλεσμα να “εκνευρίζει” (όπως συνήθως συμβαίνει) τους ορκισμένους παλιούς ακόλουθους, αλλά ταυτόχρονα να διευρύνει τα ακροατήρια. Μεσολάβησε μια 5ετία στην οποία δισκογραφικά δεν είχαν παρουσία ενώ υπήρξαν και προστριβές που έφεραν σε κίνδυνο και την ίδια την ύπαρξη του γκρουπ. Αυτή η περίοδος hiatus σταμάτησε το 2011 με το Modern Ruin. Η πορεία τους έκτοτε συνεχίζεται ομαλά με την κυκλοφορία του επιτυχημένου Leaving Babylon (2013). Μάλιστα, παρατηρούμε αλλαγή ακόμα και στην εμφάνιση τους, το ντύσιμο, το στυλ, τα κούρεμα. Δείγμα της προσαρμοστικότητας που αναφέραμε παραπάνω.
Σύντομα, θα τους δούμε ξανά στην Ελλάδα, στην Death Disco (25 Μαρτίου 2017). Για μια ακόμα φορά, μας τιμούν με την παρουσία τους και ελπίζω να τους το ανταποδώσουμε με γεμάτο venue και ζεστό χειροκρότημα. Είναι παράλληλα μια ευκαιρία, πριν το live, να κάνουμε μια καλύτερη ακρόαση της πρόσφατης δισκογραφίας τους. Η βραδιά δε θα είναι ρετρό, (τύπου “ελάτε να θυμηθούμε τα παλιά”) αφού η μπάντα με τους εναπομείναντες Eskil Simonsson, Joakim Montelius (το τρίτο ιδρυτικό μέλος, ο Clas Nachmanson αποχώρησε το 2007) αλλά και τους Andreas Catjar και Daniel Jonasson συνεχίζει να κυκλοφορεί αξιόλογους δίσκους, όπως το φρέσκο The Blinding Dark που με μια γρήγορη ακρόαση δείχνει γεμάτο, συναισθηματικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον. Μάλιστα η μπάντα και μουσικά/στιχουργικά αλλά και μέσω των γραφόμενων στο επίσημο site της επ’ευκαιρία της κυκλοφορίας του άλμπουμ (διαβάστε τις ωραίες σκέψεις τους στο τέλος του κειμένου μας), εκφράζει τον έντονο προβληματισμό της για το σύγχρονο κόσμο.Τα ρυθμικό και μελωδικό If I Give You My Soul, το μυστηρίωδες, σκοτεινό Morning Star και το πιο δυναμικό Sound Mirrors θεωρώ ότι είναι κομμάτια φτιαγμένα για ένα ιδανικό live.
Και επειδή η επιτυχία μιας συναυλίας εξαρτάται και από το κοινό που την παρακολουθεί, αυτή είναι μια περίπτωση που βάζεις στοίχημα ότι ο κόσμος δε θα είναι του τύπου “είδα φως και μπήκα”. Και αυτό αποτελεί έναν ακόμα λόγο ανυπομονησίας για τη συγκεκριμένη βραδιά.
Μάρτιος 2017.
"We live in dark, confusing times and Covenant wrote an album about how that makes them feel. In a world that’s stopped making sense, we need to learn how to see in the dark and ”The Blinding Dark” is a triumphant embrace of the strength and resilience of the soul. It’s the dystopian, unforgiving music of the reflective shadows we all carry within us, but often lack the courage to take a good look at. It’s implosive instead of explosive, fuelled by cold fury rather than a roaring fire, as beautiful as a collapsed star.
”The Blinding Dark” will make you feel the outrage and the sorrow of a band that refuses to smooth things over, put on a brave face and reach for false hopes. It’s staring into the darkness with eyes wide shut."
φωτογραφίες: v_era
Η αρχική δημοσίευση του κειμένου έγινε στο soundgaze.gr