Οι γνωστοί μας πλέον Mercury Rev παραλίγο να μην υπήρχαν σήμερα αν δεν αποφάσιζαν να προχωρήσουν το 1998 στην κυκλοφορία του Deserter’s Songs. Και αυτό γιατί οι σχέσεις μεταξύ των μελών του συγκροτήματος απ’ το Μπάφαλο των ΗΠΑ δεν ήταν σπουδαίες, τα μέλη άλλαζαν συχνά πυκνά και η πιθανότητα για κοινή μελλοντική πορεία έδειχνε να σβήνει. Η απίστευτη επιτυχία του άλμπουμ όμως (δίσκος της χρονιάς από τo περιοδικό ΝME, στη δεκάδα του MOJO και πρώτος στην ψηφοφορία των αναγνωστών του) είχε σαν αποτέλεσμα να αναπτερωθεί το ηθικό τους και να δουν την όλη φάση “αλλιώς”. Η φήμη τους πέρασε τον Ατλαντικό, έγιναν ιδιαίτερα αγαπητοί και στην Ευρώπη και έτσι παραμένουν ενεργοί και υπέροχοι ως τις μέρες μας.
Η αρχή έγινε όταν τα τρία βασικά μέλη που απαρτίζουν το συγκρότημα (Dave Fridmann, Jonathan Donahue και Grasshopper) μαζί με τον David Baker στα φωνητικά, την παραγωγή αλλά και γενικότερα τη διαμόρφωση του αρχικού τους ήχου, κυκλοφόρησαν το Yerself is steam (1991). Ο Donahue και ο Fridmann βρίσκονταν ταυτόχρονα και στους Flaming Lips (ο μεν ως δεύτερος κιθαρίστας, και ο δε ως παραγωγός), γεγονός που συντελούσε στο να υπάρχουν κόντρες με τον Becker μέχρι την οριστική ρήξη. Η βαθειά φωνή του αντικαθίσταται από την υψηλότονη, σχεδόν «παιδική» αντίστοιχη του Donahue. Όμως τα φωνητικά δεν ήταν η μόνη αλλαγή στον ήχο του συγκροτήματος. Το ύφος τους από πειραματικό, αρκετά άναρχο και θορυβώδες μεταμορφώθηκε αυτομάτως σε πιο λυρικό, μελωδικό με pop προσανατολισμό, κάτι που τους χάρισε εν τέλει μεγαλύτερη αποδοχή. Αυτή όμως δεν ήρθε με την πρώτη δισκογραφική προσπάθεια χωρίς τον Baker, αλλά με τη δεύτερη που ήταν το Deserter’s Songs. Ήρθε όμως και με το παραπάνω.
Το άλμπουμ αυτό είναι ένα παραμύθι που ελπίζεις να μην τελειώσει ποτέ. Ακόμα και σήμερα -19 χρόνια μετά- ακούγεται φρέσκο. Πάντα κάτι ανακαλύπτεις που σου είχε διαφύγει, κάτι θα σε ξαφνιάσει ευχάριστα. Η αύρα ασφαλώς των Flaming Lips -η ψυχεδελική τους παράνοια πιο συγκεκριμένα- αναμφισβήτητα είναι εκεί αφού στην ουσία δεν έφυγε ποτέ από τον ήχο τους. Αιθέρια φωνητικά με ταξιδιάρικα «χορωδιακά» τελειώματα που δένουν αρμονικά με την κινηματογραφικά στημένη ενορχήστρωση. Μελωδίες θεατρικές, ιδιαίτερες, διαδέχονται η μια την άλλη μέσα στο ίδιο κομμάτι. O τρόπος άλλωστε που δομούν τα τραγούδια του είναι μάλλον αντισυμβατικός, δεν ακολουθεί συγκεκριμένες νόρμες. Επική indie–pop ατμόσφαιρα από μια μπάντα που νομίζεις ότι επαναπροσδιορίστηκε από την ίδια της την έως τότε πειραματική διάθεση.
“Time / All the long red lines that take control / Of all the smokelike streams / That flow into your dreams / That big blue open sea / That can't be crossed / That can't be climbed”. Αυτοί είναι οι στίχοι που συνοδεύουν τις πρώτες νότες του άλμπουμ και το πολύχρωμο ταξίδι στον μαγικό τους κόσμο μόλις ξεκίνησε. Ποίηση από το εναρκτήριο Hοles με τα μαγευτικά βιολιά και το υπέροχο φλάουτο (της Suzanne Thorpe) που προσφέρει απευθείας μια καλή ιδέα των όσων θα επακολουθήσουν. Με το Tonite it Shows απλώνεται μια παραμυθένια ατμόσφαιρα, συνοδευόμενη από τη λυρική αφήγηση του κύριου Donahue. Το ταξίδι στα ονειρικά μονοπάτια τους αποθεώνεται στο Opus40. Ήπιας έντασης ρυθμός με γεμάτη ενορχήστρωση και έξυπνους στίχους.
Για το Goddess on a Hiway δεν ξέρω τι μπορεί να πρωτοπεί κάνεις. Ίσως αρκεί να αναφέρουμε ότι πρόκειται για ένα από τους υπέρτατους ύμνους των 90’s. Πρόκειται για την αποθέωση της dream pop. Φωτεινή και αισιόδοξη τη μια στιγμή, μελαγχολική και νοσταλγική την επόμενη.
Και εκεί που νομίζεις ότι όλα θα κυλίσουν σε ήρεμους, χαλαρούς τόνους έρχεται το Delta Sun Bottleneck Stomp να αλλάξει το σκηνικό. Ο δυναμίτης που χρειαζόταν για να απογειωθεί το άλμπουμ περνάει μπροστά σου μοιάζοντας με ποτάμι που στο πέρασμα του θα τα παρασύρει όλα. Είναι από αυτά τα κομμάτια που τα ερωτεύεσαι με το πρώτο άκουσμα, φτιαγμένα από αυτό τα μαγικά υλικά που τα κάνουν να μένουν ανέγγιχτα από το χρόνο.
Η πορεία τους συνεχίστηκε με επίσης εμπνευσμένα άλμπουμ, φτιαγμένα με μοναδική μαεστρία. Εξακολούθησαν να δημιουργούν γλαφυρές εικόνες και να εξιστορούν παραμύθια συντροφεύοντας φάσεις της ζωής μας και στιγμές προσωπικές, γιατί εμείς τους ανοίξαμε την πόρτα, εμείς ζητήσαμε να είναι εκεί και να χρωματίζουν τη ζωή μας. Η δική μου πρώτη επαφή με τον κόσμο τους, ήταν αυτό το άλμπουμ, γι’αυτό επέλεξα να το μνημονεύσω, χωρίς να σημαίνει ότι είναι απαραίτητα το καλύτερο τους.
Το Deserter's Songs συμπεριελήφθη το 2016 από το εγκυρότατο περιοδικό Uncut στα 200 καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών. Επανακυκλοφόρησε στις 16 Μαΐου 2011 από την V2/Cooperative (διπλό CD, με το δεύτερο CD να περιέχει B-sides, demos, remixes). Νομίζω πως αυτή η έκδοση είναι μια απίστευτη καλή ευκαιρία για όσους δε το έχουν να το αποκτήσουν αλλά και για όσους το έχουν «λιώσει» να το αντικαταστήσουν σε ακόμα καλύτερη έκδοση.
“Bands, those funny little plans, that never work quite right” τραγουδάνε στο τέλος του Holes, προδιαγράφοντας το 1998 το δικό τους τέλος σαν συγκρότημα. Ευτυχώς για όλους μας, έπεσαν έξω.
Θυμηθείτε το εδώ
Φωτογραφία: v_era