Οι Anathema κατάφεραν με το πέρασμα των χρόνων να γίνουν μια από τις αγαπημένες μπάντες του ελληνικού κοινού, με μια σχέση αμφίδρομη αφού και αυτοί τιμούν τη χώρα μας τακτικά με live. Προέρχονται από το όμορφο και ιδιαίτερα δυνατό μουσικά (και ποδοσφαιρικά βεβαίως…) Liverpool και στην πολυετή καριέρα τους έχουν πειραματιστεί πολύ με τον ήχο τους. Πειραματισμοί και αλλαγές με μια διεύθυνση, αυτή προς το διαρκώς ελαφρότερο, ορχηστρικότερο ύφος. Το σίγουρο είναι ότι φαίνεται πως κατά τη διαδικασία αλλαγής, κατάφερναν να ξεχωρίζουν, γεγονός που τους έκανε όλο και περισσότερο αγαπητούς και δημοφιλείς.
Η μπάντα των τριών αδερφών (Vincent, Danny, James) Cavanagh συστήθηκε στο κοινό με το όνομα Pagan Angel το 1990 ως ένα death/doom metal σχήμα, έχοντας στην αρχική της σύνθεση τον Darren White στα brutal φωνητικά. Στη συνέχεια, και ως Anathema πλέον, κυκλοφόρησε το ντεμπούτο άλμπουμ Serenades (1993). Εν μέσω πολλών αλλαγών στα μέλη και μπόλικων πήγαινε-έλα με άλλα συγκροτήματα, αλλά με σημείο αναφοράς την αποχώρηση του Darren(1995) και την κατάληψη της θέσης του τραγουδιστή από τον, έως τότε, κιθαρίστα Vincent, κυκλοφορεί άλλα δυο άλμπουμ. Αυτά είναι τα Silent Enigma (1995) και Εternity (1996), που εκτός από αλλαγή στο μουσικό ύφος έμελλε να τους καθιερώσουν παγκοσμίως. Ο ήχος σε αυτά τα άλμπουμ, με το σταδιακό «μαλάκωμα» στα φωνητικά, συνέχισε να είναι death/doom όμως πλέον διέκρινε κανείς και άλλα στοιχεία (όπως μια gothic στροφή, ειδικά στο Εternity) και γενικώς φαινόταν ότι κάτι έχει αλλάξει οριστικά.
Η μεγάλη στροφή ήρθε με το καταπληκτικό Αlternative 4 (1998) όπου πλέον φάνηκε να εγκαταλείπουν οριστικά το metal παρελθόν τους. Το άλμπουμ με τη φοβερή απήχηση (και) σε νέους ακροατές πολλαπλασίασε τις μετοχές των Anathema και αυτό σίγουρα το αναγνωρίζει και θα το σημείωνε ο καθένας. Ασφαλώς όμως τον ενθουσιασμό μου σίγουρα δε θα τον μοιραζόταν ένας οπαδός του καθαρού, ατόφιου metal ήχου του παρελθόντος τους. Μιλάμε λοιπόν για ένα αναμφισβήτητο γεγονός: η νέα μορφή των Anathema είχε σαν αποτέλεσμα να χάσουν -μικρό έστω- μέρος του metal κοινού που έως τότε είχαν κερδίσει. Η πορεία όμως και το γεγονός ότι κέρδισαν το σεβασμό των υπολοίπων, προφανώς αποδεικνύει ότι το ρίσκο άξιζε τον κόπο. Εδώ που τα λέμε, ποτέ δεν υπογράφει κανείς συμβόλαιο αιώνιας πίστης σε ένα είδος. Εδώ δε το κάνουν οι ακροατές, γιατί να το κάνουν οι μουσικοί; Είτε αυτοί λέγονται Metallica, U2, ή Anathema…
Το άλμπουμ στηρίζεται σε μεγάλο ποσοστό στις εμπνεύσεις του μπασίστα τους εκείνη την εποχή, Duncan Patterson, ο οποίος είχε αντικαταστήσει για κάποια χρόνια τον James Cavanagh στο μπάσο και αποχώρησε λίγο μετά. H συμβολή του στο να ξεπεράσουν τα στεγανά του metal στον ήχο τους ήταν μεγάλη, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά. Ο τίτλος, αν και…προδίδει μια ελαφρά στροφή προς τον alternative ήχο, στην ουσία ήταν έμπνευση του Patterson από το βιβλίο του Leslie Watkins “Alternative 3” το οποίο είχε διαβάσει λίγο καιρό νωρίτερα. Σημαντικό είναι και το γεγονός ότι πρόκειται για το μόνο άλμπουμ που στα ντράμς δεν ήταν ο μόνιμος John Douglas αλλά ο Shaun Steels.
H στροφή των Anathema σε σχέση με την μέρχι τότε δουλειά τους φαίνεται με το που θα πιάσεις στο χέρια σου το LP του Αlt4. Το artwork είναι πολύ σημαντικό κομμάτι σχετικά με το μήνυμα που θέλει να περάσει ένα συγκρότημα. Ειδικά στo χώρο του metal είναι ιδιαίτερα συγκεκριμένες οι εικόνες, τα χρώματα ακόμα και η γραμματοσειρά. Στο Alt4 συναντά κανείς εξώφυλλο και εσώφυλλα που παραπέμπουν σε alternative-progressive έως και goth rock ύφος, που μαρτυρούν και το περιεχόμενο.
Εναρκτήριο κομμάτι αυτού του σκοτεινού αριστουργήματος είναι το μικρής διάρκειας Shroud of False που γραπώνει την ψυχή σου με το “καλημέρα” (δεν το βλέπω να είναι…κάποιος δεν ξύπνησε σπουδαία) του δίσκου: “We are just a moment in time / A blink of an eye / A dream for the blind /Visions from a dying brain / I hope you don't understand”. Αυτό, μετά από ένα σύντομο ταξίδι αναμόχλευσης συναισθημάτων και εντάσεων με χαλαρό πιάνο στην αρχή και κιθαριστικό ξέσπασμα προς το τέλος, σε στέλνει, με δύναμη και εκπληκτικό “build-up” τρόπο, πάνω στα θεϊκά βιολιά και το επικά ντραμς του (κλασσικού πλέον) Fragile Dreams, που αποτελεί μια από τις κορυφαίες συνθέσεις όλων των εποχών, με μουσική και φωνητικά σε ένα απίστευτο ξέσπασμα συναισθήματος. Η θεματολογία όλου του άλμπουμ περιστρέφεται έντονα γύρω από θέματα προδοσίας, μοναξιάς και εγκατάλειψης. Έτσι, και εδώ ο David Cavanagh θίγει θέματα εμπιστοσύνης: “Countless times I’ve trusted you / I let you back in / Knowing, yearning / I sould have run but i’ve stayed”. Καθηλωτικό.
Στο Empty που ακολουθεί συναντάμε ένα δείγμα του τεράστιου ταλέντου του Patterson στη σύνθεση. Δυναμικός ρυθμός και έντονα riffs σε παρασύρουν, ενώ ακόμα δεν έχεις συνέλθει από το Fragile Dreams. Απόκοσμοι στίχοι μίσους, εκδίκησης και απελπισίας συμπληρώνουν ιδανικά τη μουσική και κλείνουν έτσι τη δυάδα των πλέον up-tempo τραγουδιών του δίσκου.
Το Lost control είναι ένα κομμάτι - θρήνος με καταπληκτικό τελείωμα μέσω ενός βιολιού που “κλαίει” και χάνεται στο σκοτάδι της απελπισίας. “Ι’ve let your tiny minds magnify my agony / And it’s left me with a chemical dependency for sanity”.
Το απόλυτα gothic κομμάτι του δίσκου είναι σαφώς το ομώνυμο. Είναι άλλη μια ανατριχιαστική έμπνευση του χαρισματικού Patterson ο οποίος εδώ πραγματικά το …τερματίζει στη μελαγχολία, στιχουργικά και μουσικά. Eδω σηκώνεις τα χέρια ψηλά: “It's killing you, you're killing me/I'm clinging on to my sanity /All I need is a short term remedy /Come and hide me from this terrible reality...”. Αντίστοιχης διάθεσης και το Regret, που σε ανάλογο κλίμα σε αφήνει ανήμπορο να αντιδράσεις στη μαγεία στίχων όπως “Remnants of dying laughter/Echoes of silent cries” και το «όργανο» να δένει άψογα με την ατμόσφαιρα και τις εναλλαγές, σε δυναμικά και πιο ήσυχα μέρη, του κομματιού.
Μπορώ να συνεχίσω να γράφω για πάντα για τον Alternative 4 και το σκοτάδι του που φώτισε τη ζωή μου. Είναι ένας από τους 10-15 δίσκους που σημάδεψε το μουσικό μου γούστο, είναι σίγουρα μέσα στους δίσκους που θα έπαιρνα μαζί μου σε ένα ερημικό νησί ή σε μια χρονοκάψουλα για να μου θυμίζει πάντα όσα αισθάνθηκα όταν τον πρωτοάκουγα (τα εφηβικά όνειρα, τις σκέψεις, τα πάθη). Κάθε τραγούδι και μια ξεχωριστή ιστορία, εκπληκτικοί στίχοι που μπήκα μέσα τους και δεν βρήκα ποτέ την έξοδο (όχι πως την έψαξα κιόλας). Αυτός και ο Judgement (ένα χρόνο μετά) είναι δυο δίσκοι που μου επιτρέπουν να δικαιολογώ τα πιο σύγχρονα, ελαφρώς άχρωμα και άτολμα πονήματα τους, τους πιο μοντέρνους και cleancut prog ήχους αν θέλετε. Ίσως να τα δικαιολογεί και η ηλικία, το σημάδι που αφήνει ο χρόνος, η φθορά που επιφέρει αυτός στη σκέψη και την πράξη. Ίσως μαζί με εκείνους, να γινόμαστε κι εμείς πιο άτολμοι και cleancut με τα χρόνια, χωρίς να το πολύπαίρνουμε χαμπάρι...
«I'll dance with the angels to celebrate the holocaust,
And far beyond my far gone pride,
Is knowing that we'll soon be gone,
Knowing that I'll soon be gone...»
photos: v_era