Τέλμα στη μουσική δεν υπήρξε ποτέ. Aκόμα και αν κατά περιόδους, κάποιο μουσικό είδος παρουσίαζε ύφεση, πάντα -δια μαγείας- εμφανιζόταν μία μπάντα, ένας καλλιτέχνης (ή έστω ένας δίσκος) που με την δημιουργικότητα και τον οίστρο του, κατάφερνε να βάλει ξανά το τραίνο στις ράγες. Αυτό ακριβώς πέτυχαν εδώ και κάμποσο καιρό και οι Δουβλινέζοι Fontaines D.C. Επανέφεραν το post punk (και ειδικά αυτό που βγαίνει από το Νησί) στη σωστή του διάσταση, στα φυσιολογικά μεγαλειώδη επίπεδα του.
Μιας και είπα “εδώ και κάμποσο καιρό”, δε ξέρω αν ήταν εμπορικό τρικ, πάντως το ότι κυκλοφόρησαν τόσα πολλά singles και σάρωσαν συναυλιακά όλη τη Βρετανία αλλά και την Ευρώπη, πριν καν την εμφάνιση του παρθενικού τους δίσκου, Dogrel, στα δισκοπωλεία, είχε ουσιαστικό αποτέλεσμα. Αρκεί να αναφέρουμε ότι ακόμα συζητάμε για την sold out εμφάνισή τους στο Death Disco, και μπράβο στους δαιμόνιους διοργανωτές που τους έφεραν πολύ πριν γίνουν “Βig Thing”, κάτι που ξεκαθαρίζουν και στην εναρκτήρια -του δίσκου- κομματάρα με την φοβερή μπασογραμμή, Big: “My childhood was small, But I'm gonna be big”. Αν υπήρξε στρατηγική λοιπόν, αυτή είχε αποτέλεσμα, γιατί και πολυαναμενόμενο κατέστη το άλμπουμ αλλά και γιατί μέρος του υλικού τους έγινε πολύ γνωστό πριν από τις συναυλίες, προκαλώντας προσμονή, συζητήσεις αλλά και θυελλώδεις επευφημίες του κοινού στα gigs .
Η τελική λίστα των τραγουδιών που συμπεριλήφθησαν είναι πραγματικά απολαυστική και ο δίσκος έχει ήδη καρφωθεί στα καλύτερά της χρονιάς . Σε κάμποσα χρόνια, όταν σε συζητήσεις θα αναζητούμε το καλύτερο ντεμπούτο άλμπουμ, το Dogrel είναι δεδομένο πως θα μας έρχεται από τα πρώτα στο μυαλό. Γιατί τα έχει όλα: Δυναμισμό χωρίς στρογγυλεμένες γωνίες, ωμή ένταση και νεανική ορμή, έμπνευση και καλές ιδέες που διαπερνούν οριζοντίως μουσικά ρεύματα. Και φυσικά, μέσα σε όλα έχει και τα απαραίτητα «πιασάρικα» κομμάτια, φτιαγμένα (όχι με τέτοια πρόθεση απαραίτητα) για να γίνουν hit (Big, Too Real, Boys in the Better Land).
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του μουσικού ύφους των Fontaines D.C, είναι φυσικά η προφορά του τραγουδιστή, Grian Chatten. Χωρίς φτιασιδώματα και προσπάθεια να καλύψει τη βαθειά Ιρλανδ-ίλα του (ίσως και να κάνει το αντίθετο, τώρα που το σκέφτομαι) και με σαφείς αναφορές στον (Άγγλο)ιρλανδό Shane MacGowan των Pogues ή ακόμα και τον πιο σύγχρονο James Graham των The Twilight Sad (Σκοτσέζος μεν, η βαριά προφορά για εμάς τους μη Βρετανούς όμως, παραμένει έντονη και παραπλήσια), χρωματίζει απόλυτα τον ήχο της μπάντας. Ήχος ο οποίος εμπεριέχει τόσο το κλασσικό post punk των Wire και των Joy Division του τέλους της δεκαετίας του 1970, όσο και το ύφος των Strokes και των Franz Ferdinand των αρχών του 2000 (αυτή η μπασογραμμή στο Hurricane Laughter πόσο θεική;), ενώ δε λείπει και η μαυρίλα και το γενικότερο ύφος των Cure, όπως στο The Lotts. Γεγονός που κατά την άποψη μου συντελεί στο να γοητεύονται μπόλικες γενιές ακροατών, κάτι που είδαμε και στην πρόσφατη εμφάνιση τους στην Αθήνα.
Βέβαια, για να το πάω και καθαρά στο καθ’ ημάς, η θεματολογία τους έχει χρονικά κάτσει ταμάμ για να γοητεύσει το ελληνικό κοινό. Ζούμε σε δύσκολες εποχές, και πέραν της παγκόσμιας αναστάτωσης, η εποχή της αμφισβήτησης των πάντων (The Lotts: “Death is falling down on your work routine / And it's falling even harder on your churches and your queens / Don't be falling hard on the tenement scene”), του τρόπου ζωής (Television Screens: “How dare you go about living, As a relic from a dream / As the sky shutters down, On the antiquated scene, On the room full of mirrors, On the television screen”), η προσπάθεια επαναπροσδιορισμού αξιών (Too Real: “None can pull the passion loose from youths ungrateful hands As it stands / I'm about to make a lot of money / Gold harps in the pan None can revolution lead with selfish needs aside As I climb, I'm about to make a lot of money”), αλλά και το ζόρι από την μακρά οικονομική κρίση, είναι πράγματα που υπάρχουν γύρω μας και απλώνουν το πέπλο τους πάνω από κάθε κίνηση ή σκέψη μας σε αυτή τη χώρα. Όλα αυτά μπορεί να τα βρει κανείς στους στίχους του Dogrel, συνδυασμένα όμως με ανησυχία (Big:“All mescalined when the past is stale, pale / Dublin in the rain is mine”) αλλά και αγάπη για την πόλη τους. Στο τελευταίο δεν είμαι σίγουρος ότι βρίσκω παραλληλισμό με εμάς, δε το βλέπω γύρω μου τουλάχιστον στην Αθήνα όπου ζω, ίσως να συμβαίνει αλλά σίγουρα έχουμε καλό τρόπο να το κρύβουμε.
Νομίζω φλυάρησα αρκετά, αλλά το χάρηκα γιατί το αξίζουν απόλυτα. Ένας δίσκος που βγάζει συναίσθημα μέσα από την τραχύτητα του, δημιουργεί εικόνες και αναθερμαίνει ξεχασμένες σκέψεις. Μία από αυτές: Μου επανέφεραν τη λαχτάρα να βρεθώ κάποια στιγμή στο Δουβλίνο, να δω τις γειτονιές του από κοντά, να μυρίσω τις μυρωδιές και να αισθανθώ την ομιχλώδη δροσιά μιας βροχερής μέρας του. (Dublin City Sky :“And in the foggy dew, I saw you throwing shapes around / It was underneath the waking of a Dublin City sky”). Ας αποθεώσω λοιπόν, για μία ακόμα φορά, τη δύναμη της μουσικής, που τα προκαλεί όλα αυτά.
*2 τραγούδια που θα ομορφύνουν τη ζωή σας: Too Real, Hurricane Laughter.
9/10
Photos: v_era από το live @ Death Disco, 13/12/2018