Σαφώς και αγαπάμε τις χαλαρές, γλυκές, folky και υποτονικές μουσικές, αλλά ρε αδερφέ θες και να ματώσει λίγο η χορδή κάποιες στιγμές, να αισθανθείς ότι τα τύμπανα είναι έτοιμα να ξεβιδωθούν. Να, σαν αυτήν εδώ: Οι Flat Worms έβγαλαν τον Απρίλιο, εν μέσω παγκόσμιας πανδημίας, ένα δίσκο που έβαλε φωτιά στο πικ-απ μου κάνα μήνα μετά, όταν και τσίμπησα το δίσκο. Φωτιά, και μάλιστα με ένα δίσκο που λέγεται Antarctica, έτσι, για τη… φάση! Όπως και για τη φάση αρχικά μαζεύτηκαν οι 3 μουσικοί που απαρτίζουν το γκρουπ, κάτι σα supergroupάκι ας πούμε: Κιθάρα και φωνητικά ο Will Ivy (Bridez, Wet Illustrated, Dream Boys), μπάσο ο Tim Hellman (Ty Seagull, Τhee Oh Sees…τι να λέμε), ντραμς ο Justin Sullivan (the Babies, Kevin Morby).
Ο Antarctica λοιπόν (που ηχογραφήθηκε υπό τις οδηγίες του γνωστού και μη εξαιρετέου Steve Albini, μέσα σε 6 ημέρες παρακαλώ), γρήγορα-γρήγορα εξασφάλισε μια θέση στα καλύτερα της χρονιάς αφού οι Flat Worms από το Λος Άντζελες μπόρεσαν να συγκεντρώσουν πολλά αγαπημένα στοιχεία και να τα δώσουν με ένα δικό τους (οκ, δε θα τον πεις και πρωτότυπο) τρόπο. Κορυφαίες στιγμές σε ένα έτσι κι αλλιώς «αχαλίνωτο» άλμπουμ, βρίσκει κάνεις αρκετές: Το εναρκτήριο The Aughts που είναι κομμάτι που «γεννήθηκε για να γίνει hit” και για να σε κάνει να παραγγείλεις άλλο ένα ποτό στο bar. Το Plaster Casts βρωμάει Stooges από μακριά, οπότε δεν χρειάζεται άλλο σχόλιο. Η ένταση πέφτει λίγο στο ελαφρώς πλαδαρό Antarctica, όμως σύντομα με το Via (τίτλος που μου θύμισε…Deus) ο ρυθμός ανεβαίνει και πάλι. Ο ήχος εδώ ξεφεύγει από το post punk και φέρνει στο μυαλό αρκετά τις υπέροχες «παραξενιές» των Pixies. Tο ίδιο ισχύει και για το Wet Concrete που παραπέμπει σε ήχους indie/heavy κιθαριστικού «πόνου» από Queens of the Stone Age.
Διάβασα και μερικά αρνητικά σχόλια για τον Antarctica. Ένα από αυτά είναι ότι έχασαν τον αυθορμητισμό τους, έγιναν πιο προβλέψιμοι σε σχέση με το παρθενικό τους ολοκληρωμένο άλμπουμ του 2017 (που ήταν πολύ πολιτικοποιημένο, με συνεχείς αναφορές στην άνοδο και την κυριαρχία του Τραμπ και των αντιλήψεών του). Χωρίς να έχω πλήρη άποψη για τον προηγούμενο, δεν μπορώ να δώσω δίκιο ή άδικο, πάντως θα συμφωνήσω ότι το garage πριόνι του Motorbike ή το… Fugazi ξεφάντωμα του Goodbye Texas, πιθανότατα απουσιάζουν. Βέβαια τώρα που το σκέφτομαι το The Mine, μια χαρά τα «σπάει» και σίγουρα είναι απόλυτα πολιτικοποιημένο αφού μιλάει για μια προδιαγεγραμμένη και «σκοτεινή» περιβαλλοντική καταστροφή: “The quarry sparkled like a gem, An opportunity fresh to taste, Profit-laced sustainable energy, A sacrificial shallow well”. Το ίδιο ισχύει και για το Condo Colony. Θα πω όμως ότι αδυνατώ να σκεφτώ και πολλές μπάντες στον πλανήτη (ειδικά της τελευταίας 15ετίας) που να μην έχασαν τον αυθορμητισμό τους (ή μέρος αυτού) όσο «μεγάλωναν». Το να μη σταματήσεις να δίνεις αυτό που είσαι και να δίνεις αυτό που θέλουν οι άλλοι (κόσμος, hype, δισκογραφικές παλαιότερα, κλπ), είναι πάρα πολύ δύσκολη πίστα για να περάσει κανείς. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να γίνονται οι κρίσεις μας για κάθε δίσκο, κατά την άποψή μου. Και υπό αυτό το πρίσμα το Antarctica ίσως και να καταφέρει να γίνει το Dogrel (Fontaines D.C, 2019) του 2020. Συγκεντρώνει ασφαλέστατα πολλές από τις προϋποθέσεις, σίγουρα όμως όχι την απαραίτητη ώθηση των ΜΜΕ.
*2 τραγούδια που θα ομορφύνουν τη ζωή σας: The Aughts, Τhe Mine.
8 /10.
Band's photo: Jeff Fribourg, Other Photos: v_era