Οι And Also The Trees στα πλαίσια της προώθησης του τελευταίου τους άλμπουμ, Born Into The Waves, δε θα μπορούσαν να αφήσουν την Ελλάδα εκτός πλάνων. Τα τελευταία χρόνια η έλευση τους στη χώρα μας έχει γίνει κάτι σα περιοδικό φαινόμενο και οι μπόλικοι που μαζευόμαστε στις συναυλίες τους, αισθανόμαστε μια ιδιαίτερη σύνδεση, αόρατη αλλά απόλυτα υπαρκτή και αδιάρρηκτη. Προσωπικά, και παρ’ότι ο δίσκος έχει κυκλοφορήσει κάτι περισσότερο από οκτώ μήνες, μόλις πρόσφατα του έδωσα τη σημασία που του άρμοζε, λίγο πριν το live αλλά και στα πλαίσια της κριτικής που μπορείτε να διαβάσετε εδώ
Στα live των ΑΑΤΤ είσαι προετοιμασμένος για το τι θα δεις, δεν περιμένεις εκπλήξεις αλλά δεν πας αναζητώντας τες κιόλας. Σα μαγεμένος από τον αυλό τους, πάντα ο δρόμος σε οδηγεί κοντά στη σκηνή όπου ερμηνεύουν τις dark wave, folk και goth μελωδίες τους. Αυτή τη φορά ο δρόμος οδήγησε σε έναν από τους πλέον cosy συναυλιακούς χώρους της Αθήνας, την Death Disco, με τις συνήθως ψαγμένες συναυλιακές επιλογές.
“Ψαγμένη” νομίζω πως ήταν και η επιλογή της μπάντας που θα άνοιγε τη συναυλία. Οι Doric, είναι το σόλο side project του Στάθη Λεοντιάδη, που έγινε γνωστός σαν ένας εκ των δύο Human Puppets (αλλά και σαν Exetix και Plexiglas). Βγήκε στη σκηνή μόνος, αυτός και τα synths του, όταν στο χώρο κυκλοφορούσες σχετικά άνετα και η πρόσβαση στο μπαρ ήταν ακόμα στα πλαίσια του εφικτού. Αυτό που παρατήρησα, καθότι οφείλω να παραδεχθώ πως δε τον είχα ξαναδεί ούτε ακούσει κάτι από το έργο του, είναι ότι δε χρησιμοποιεί laptop αλλά όλοι οι ήχοι προέρχονται από synths και rhythm box με αναλογικό drum machine σα μια vintage, γλυκιά επιστροφή στο παρελθόν. Αυτό με ευχαρίστησε ιδιαίτερα, με εντυπωσίασε θα έλεγα. Μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον το όλο στήσιμο της μουσικής του, ο τρόπος που έπρεπε να κάνει τις ρυθμίσεις του πριν από κάθε τραγούδι και όλο αυτό έκανε την αναμονή για τους ΑΑΤΤ πολύ πιο ευχάριστη για όλους. Οι εννέα συνθέσεις που ακούσαμε στα 35 περίπου λεπτά που βρέθηκε επί σκηνής είχαν πηγή έμπνευσης-θεωρώ- λίγο από Tangerine Dream, λίγο από Kraftwerk (δε ξεχνάμε τις βάσεις) και φυσικά όλα αυτά με την απαραίτητη επένδυση από dark electro/new wave, minimal synth στοιχεία που έδιναν φυσικά τον εντονότερο ρυθμό. Στις πολλές καλές στιγμές θα ξεχώριζα τα υπέροχα Life In Reverse (από το φετινό mini-LP Sleep Of Reason) και Never Ends (από το περσινό LP So Far, So Near). Φυσικά, δεν πρέπει να παραλείψω να αναφέρω ότι για δυο τραγούδια (ενδιαφέρον και έντονο το Poets’ Land) στη σκηνή ανέβηκε μια κοπέλα -αν δε κάνω λάθος ονομάζεται Valisia Odell - της οποίας τόσο η κίνηση όσο και το τραγούδι ήταν εξαιρετικά. Επίσης, σε αρκετά τραγούδια στη συνέχεια, πάνω στη σκηνή βρέθηκε ένα μουσικός που συνόδευε τον Doric, άλλοτε με μπάσο και άλλοτε με synths. Και πάλι αν δε κάνω λάθος πρόκειται για τον Nikos Pascal.
Ελάχιστα λεπτά μετά τις 23.00, η στιγμή που όλοι περιμέναμε έφτασε. Το κοινό αδημονούσε να ξαναδεί την παρέα των αδερφών Jones, του Burrows, του Ηill και εσχάτως του Βrizzolara (στα keyboards) σε Αθηναϊκή σκηνή και να βυθιστεί στο μελόδραμα τους. Θεωρώ σχεδόν δεδομένο ότι είχαμε sold out καθώς ο κυρίως χώρος γέμισε ασφυκτικά με μαυροντυμένες φιγούρες, ενώ κάτι αντίστοιχο συνέβη και στον εξώστη. Το σκηνικό που για άλλη μια φορά το ελληνικό κοινό έστησε για τη μπάντα ήταν το ιδανικό (αν έλειπε και η τσιγαρίλα, παρά την ύπαρξη έντυπης σχετικής έκκλησης της ίδιας της μπάντας έξω από την είσοδο, όλα θα ήταν υπέροχα).
Η συναυλία ξεκίνησε όσο μαγικά και μυστηριακά αρμόζει σε αυτό το συγκρότημα. Απόλυτο σκοτάδι και, ενώ η μπάντα ακόμα ανεβαίνει στη σκηνή περνώντας μέσα από τον κόσμο, ακούγεται το ατμοσφαιρικότατο Naito-Shinjuku. Άμεσο αποτέλεσμα της ακρόασης ήταν το να μπούμε ΟΛΟΙ σε mode ΑΑΤΤ πριν καν ξεκινήσουν να παίζουν. Συνέχεια με το πρώτο single του φετινού Born Into The Waves, το υπέροχο Your Guess. Ο Simon Huw Jones, όπως συνηθίζει εμφανίστηκε με το μακρύ παλτό του, που χρησιμοποιεί άλλωστε και σαν μέρος της αισθαντικής ερμηνείας του πάνω στη σκηνή, καθώς κατά τη διάρκεια της συναυλίας το έβαλε και το έβγαλε κάμποσες φορές. Η συνέχεια δόθηκε με το καταπληκτικό Dialogue προερχόμενο από το φοβερό άλμπουμ The Klaxon, και εκεί κάπου άρχισα να συνειδητοποιώ ότι μάλλον αυτή τη φορά ήρθαν αποφασισμένοι να παίξουν ένα κλικ πιο «δυνατά» από ό,τι συνήθως.
H set list όπως ήταν αναμενόμενο περιείχε αρκετές επιλογές από το φετινό άλμπουμ, έτσι ακολούθησε το Hawksmoor And The Savage και το ήπιο The Sleepers, όπου ο Simon για αρκετή ώρα τραγούδησε καθισμένος στη σκηνή, ενώ μεσολάβησε το πολύ δυναμικό A Room Lives In Lucy (από το ομώνυμο EP του 1985) όπου και πρωτοέβγαλε το μακρύ παλτό του ενώ και ο Hill στα τύμπανα ξεσπάθωσε.
Ακολουθεί το κατασκότεινο The Legent Of Muclow, από το (Listen For) The Rag And Bone Man του 2007, η ατμόσφαιρα του οποίου επέβαλε το παλτό, αλλά αυτή τη φορά απλά ριγμένο στους ώμους. Ένα από τα πλέον «τρομακτικά» τραγούδια τους, με τη φωνή του Simon αλλοιωμένη, να τραγουδάει για τον Mucklow που, όπως λέει ο μύθος, κρεμάστηκε για ζωοκλοπή και το φάντασμα του κυκλοφορεί στους δρόμους περιφερόμενο. Από τις πιο καταπληκτικές ερμηνείες της βραδιάς, από ένα τραγουδιστή αλλά και μια μπάντα που πραγματικά, πέρα από το να παίζει μουσική, ερμηνεύει στην εντέλεια ρόλους.
Κατόπιν, ακούμε το επικό Virus Meadow, από το ομώνυμο άλμπουμ του 1986, το οποίο ξεκίνησε με τον Simon, θεατρικά, καθισμένο στη σκηνή. Είναι συγκλονιστικό το πώς κομμάτια που γράφτηκαν 30 χρόνια πριν ακούγονται τόσο φρέσκα και ζωντανά. Από την άλλη, είναι πολύ πιθανό, σε ακροατές νεότερης ηλικίας να μην ισχύει αυτό, να ακούγονται απλώς «κλασσικά», αλλά ας απομακρύνω γρήγορα αυτή μου τη σκέψη.
Το στοιχειωμένο, υποβλητικό και μεγαλειώδες Mermen Of The Lea (από το Green Is The Sea του 1992) έριξε πάλι λίγο το ρυθμό ενώ η χαρακτηριστική κιθάρα του Justin με ήχο στο ύφος μαντολίνου άπλωνε μυσταγωγικό πέπλο στο χώρο. Στο επικό Shaletown (The Millpond Years του 1988), ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια -αλλά καθώς φάνηκε και του κοινού που ξέσπασε σε ρυθμικό χειροκρότημα-, η ένταση στο πρόσωπο του Simon αλλά και στο παίξιμο της μπάντας έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη. Από τις πλέον δυνατές στιγμές σε μια από τις πιο όμορφες συναυλίες που έχω ζήσει. Επιστροφή στο φετινό υπέροχο άλμπουμ και το ήπιο, ελεγειακό Winter Sea, ενώ η συνέχεια δόθηκε με το The Suffering Of The Stream και πάλι από το The Millpond Years, έναν από τους καλύτερους-κατ’εμέ- δίσκους τους.
Προτελευταίο κομμάτι του κυρίως set το ρυθμικό Brother Fear, από το ελαφρώς αδικημένο και παρεξηγημένο Angelfish του 1996. Tέλος, με το απόλυτα θεατρικά εκτελεσμένο, φετινό The Skeins Of Love, όπου ξεκινά με τη μπάντα να μένει ακίνητη για πολύ ώρα, με το μόνο ήχο που ακούγεται να είναι αυτός του κλαρίνου του Brizzolara. Εκεί κάπου είπαν να κάνουν μια ατυχή προσπάθεια να αποσυρθούν. Γρήγορα κατάλαβαν ότι το κοινό δε θα τους επέτρεπε να ολοκληρώσουν έτσι γρήγορα τη βραδιά, οπότε επέστρεψαν άμεσα στη σκηνή (σχεδόν δε κατέβηκαν ποτέ) για μερικά ακόμα κομμάτια. Αυτά ήταν τα Prince Rupert (Farewell To The Shade, 1989), Angel Devil Man & Beast (Hunter Not The Hunted, 2012) και το καθαρά jazz ατμόσφαιρας Rive Droite (Listen For The Rag And Bone Man, 2007)
Λίγο πριν συμπληρωθεί μιάμιση ώρα συναυλιακής μαγείας, τα συνεχή χειροκροτήματα του κοινού έδιωξαν εκ νέου κάθε σκέψη από τη μπάντα για αποχώρηση. Πιστεύω πως ούτε οι ίδιοι ούτε και ο πλέον πιστός οπαδός τους, θα φανταζόταν τέτοιο -διαρκώς αυξανόμενο -ενθουσιασμό και αλλεπάλληλα «Μπράβο!». Έτσι, δε χάλασαν το χατίρι του κοινού και σα κύκνειο άσμα ολόκληρης της περιοδείας, έπαιξαν το σαγηνευτικό, ποιητικό Slow Pulse Boy από το Virus Meadow του 1986. Κάποιος μάλιστα τους έταξε και ποτά στο μπαρ αν το έπαιζαν, δεν έμεινα να μάθω αν εκπλήρωσε την υπόσχεσή του. Νωρίτερα μας είχαν ευχαριστήσει για τη στήριξη και ο Simon ανέφερε ότι είναι πολύ σημαντικό για αυτούς ότι τερματίζουν την περιοδεία τους σε ένα τέτοιο μέρος όπως η Αθήνα.
Παρακολουθήστε ένα video απο τη βραδιά:
Κάποιος πρέπει να με σταματήσει, γιατί μπορώ να συνεχίσω αέναα να περιγράφω τον ενθουσιασμό μου. Ας μπει ένα τέλος εδώ. Οι And Also The Trees είναι από τους καλύτερους στο είδος τους, πιο σωστά, είναι «ένα είδος μόνοι τους». One οf a kind, που λένε και οι πατριώτες τους. Κάθε φόρα που έρχονται στη χώρα μας είναι ένα κάλεσμα για όλους, εμάς τους λίγους, που τους ακολουθούμε. Από κάθε τους συναυλία φεύγουμε όλο και πιο μαγεμένοι και πάντα με την ελπίδα ότι γρήγορα θα περάσει ο καιρός μέχρι να τους ξαναδούμε.
Φωτογραφίες/video : v_era
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στο soundgaze.gr