Θα ξεκινήσω με ένα αξίωμα: Σαφώς και είναι απίθανο να ακούσεις τη φωνή του Mark Hollis σε οποιοδήποτε τραγούδι και να μη σου πάει το μυαλό στην ιαχή “Such A Shame”. Παρ’ολαυτά, τόσο ο Mark όσο και οι Talk Talk προσέφεραν πολλά περισσότερα από μια μεγάλη επιτυχία στη μουσική. Νομίζω μάλιστα, πως το The Colour Of Spring είναι ανώτερο του προκατόχου του, It's My Life (1984) απ’ όπου προέκυψε το ομότιτλό hit και το Such A Shame. Πρόκειται ξεκάθαρα για ένα άλμπουμ που σίγουρα αξίζει μιας θέσης στις μουσικές αναμνήσεις και τη δισκοθήκη μας, όμως για να συνεχίσετε την ανάγνωση πρέπει να απαντήσετε στην ερώτηση:“Mου λέει κάτι η new wave/synthpop σκηνή 30 χρόνια μετά;”. Αν ναι, συνεχίζετε κανονικά…
Πίσω στο 1986 (το άλμπουμ ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε το 1985 σε περιορισμένα αντίτυπα στη Γερμανία, αλλά παγκοσμίως κυκλοφόρησε επισήμως το Μάρτιο του 1986), οι Talk Talk είχαν ήδη ηχογραφήσει δυο δίσκους οι οποίοι ήταν ενταγμένοι στο καθιερωμένο πλαίσιο του είδους που υπηρετούσαν και της εποχής. Πολλά synths, λίγο κιτς, καμπόσοι ρομαντικοί στίχοι και κατόπιν, ανακύκλωση αυτής της συνταγής. 80’s στο full. Παρ’ολ’αυτά, τα δυο προαναφερθέντα μεγάλα hits σίγουρα τους διαφοροποιούσαν από το σωρό με τις τόσες μπάντες που δραστηριοποιούνταν τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη (Βρετανία κυρίως και Γερμανία). Ακούγοντας ξανά όλη τη δισκογραφία τους βήμα-βήμα, θα έλεγα με αρκετή βεβαιότητα λοιπόν πως το The Colour Of Spring είναι με διαφορά η καλύτερη στιγμή της πορείας τους, αποτελεί μάλιστα προϊόν του κρίσιμου διλήμματος με το οποίο βρέθηκαν τότε αντιμέτωποι: “Συνεχίζουμε την πετυχημένη - αλλά και εύκολη - συνταγή της απλής synthpop, ή αλλάζουμε;”
Η απάντηση ευτυχώς οδήγησε στην αλλαγή. Τόσο συνθετικά όσο, κυρίως, από πλευράς ενορχήστρωσης. Εδώ είναι η πρώτη φορά που περνούν στη χρήση πολλών οργάνων, ασχολούνται σοβαρά με το κιθαριστικό κομμάτι και ντύνουν τον ήχο τους με πιο σύνθετο τρόπο. Κρατούν κάποιες αποστάσεις από τη synthpop και με μπροστάρη τον Μark Hollis, οι Talk Talk (Hollis- φωνητικά, Paul Webb-μπάσο, Lee Harris-ντραμς, Tim Friese-Greene- αντικατέστησε τον Simon Brenner στα πλήκτρα, και παράλληλα έκανε και την παραγωγή, χωρίς όμως να παρουσιαστεί ποτέ στο κοινό ως το τέταρτο μέλος του γκρουπ, που πράγματι ήταν) κυκλοφορούν ένα δίσκο με στοιχεία από το πρόσφατο παρελθόν τους, όμως σαφώς πιο πληθωρικό και ενδιαφέροντα μουσικά, με δείγματα ατμοσφαιρικών, ambient, και post rock ήχων - ένα προμήνυμα των όσων θα ακολουθούσαν στα επόμενα 2 άλμπουμ.
Θεωρώ τον Hollis πολύ σημαντική μουσική προσωπικότητα, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος είχε παραδεχθεί πως δεν είχε ιδιαίτερη μουσική παιδεία. Μαζί με τον Friese-Greene (με τον οποίο συνέθεσαν τα περισσότερα κομμάτια) κατάφερε να μετατρέψει ένα νέο-ρομαντικό συγκρότημα σε σχήμα που κατέληξε να μας δώσει ενδεχομένως τις πρώτες post rock συνθέσεις. Πέτυχε, μαζί με τη μπάντα, τη μετάβαση σε κάτι πιο δημιουργικό και αρκετά πρωτοπόρο αλλά ταυτόχρονα πολύ πιο ισορροπημένο. Και το ιδιοφυές στην περίπτωση τους ήταν ότι ήξεραν πότε να σταματήσουν: 5 δίσκοι σε 9 χρόνια και «γεια σας».
Στο The Colour Of Spring οι περισσότερες συνθέσεις είναι συναρπαστικές. Ευθύς αντιλαμβάνεσαι την αλλαγή στον ήχο, από το εναρκτήριο Happiness Is Easy. Ξεκινά με απαλά κρουστά, ένα όμορφο beat που με τη χρήση παιδικής χορωδίας αυτομάτως λειτουργεί σαν μια ζεστή αγκαλιά που υποδέχεται τον ακροατή. Το I Don’t Believe In You είναι ιδανικό δείγμα της πειραματικής διάθεσης της μπάντας. Οι pop μελωδίες τους αντί για απλά synths και κιθάρα, εδώ ζωντανεύουν με όργανο, σαξόφωνο, άρπα και χρήση χορωδίας. Να σημειωθεί εδώ ότι στο επόμενο άλμπουμ τους, ήρθαν οι ίδιοι να αντιπαραθέσουν στο κομμάτι το μελωδικό αλλά down-tempo I Believe In You, στο οποίο διακρίνει κάνεις εκ νέου τη λεπτή αλλαγή στο μουσικό ύφος της μπάντας και τις ambient αναφορές. Στα δύο πρώτα κομμάτια όπως και στο Living In Another World, αξιομνημόνευτη είναι η παρουσία στο όργανο του Steve Winwood (Spenser Davis Group, Blind Faith, Traffic και μεγάλη solo καριέρα) που δίνει βάθος και ξεχωριστό ηχόχρωμα στις συνθέσεις. Στο Life Is What You Make It το κυκλωτικό πιάνο και το mellotron (είδος πλήκτρων) σε τυλίγουν, οδηγώντας σε στην ουσία των στίχων ενός πολύ αισιόδοξου κομματιού: ‘Baby, life's what you make it / Celebrate it / Anticipate it / Yesterday's faded / Nothing can change it / Life's what you make it‘. Αυτό αποτέλεσε το μεγάλο hit του άλμπουμ που έδωσε και τα απαραίτητα χρήματα στον Hollis να συνεχίσει να κυνηγάει το μουσικό του όνειρο και να μη συμβιβάζεται. Άλλωστε, ενώ δρούσε σε μια νεορομαντική εποχή και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα κινούταν σε αντίστοιχο μουσικό κλίμα, εκείνος δήλωνε πως αγαπημένη του μπάντα είναι οι Can (απόδειξη ότι είχε γούστο, αλλά προφανώς στον κύκλο του έμοιαζε «ο παράξενος»). Το κομμάτι αυτό δε, είναι επηρεασμένο από το Tago Mago των προαναφερθέντων γιγάντων του kraut rock.
Όμως το άλμπουμ δεν εξαντλείται στα προαναφερόμενα κομμάτια. Στο April 5th και πάλι γεμίζει η ψυχή μας με ήχους οργάνου, ακουστικής κιθάρας (κιθάρα dobro), variophon (ηλεκτρονικό πνευστό όργανο με πλήκτρα που χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα σε αυτό το άλμπουμ, με τους Talk Talk να είναι πρωτοπόροι στη χρήση του), σε μια αργόσυρτη, ατμοσφαιρική μπαλάντα, σαν ένα πρώτο δείγμα του μελλοντικού τους ύφους. Το Give It Up είναι το μόνο από τα κομμάτια που θα μπορούσε να βρίσκεται σε κάποιον από τους προηγούμενους δίσκους, με μάλλον απλοϊκή μελωδία, αλλά πάντα με γεμάτη ενορχήστρωση. Στο Chameleon Day οι Hollis και Greene παντελώς απελευθερωμένοι πλέοναπό τις «απαιτήσεις» του κοινού από μια pop/new wave μπάντα, παρουσιάζουν μια ατμοσφαιρική, στοιχειωμένη μπαλάντα με τα απολύτως απαραίτητα όργανα: ένα πιάνο, variophon και φωνητικά. Τέλος το Time Is Time είναι ένα χαρακτηριστικό τραγούδι που σε λίγα λεπτά περικλείει όλο το ύφος των 3 πρώτων δίσκων τους. Μελωδική, «ψαγμένη» pop με όμορφο, επικό τέλος.
Το The Colour of Spring, ανεξάρτητα από το αν είναι η καλύτερη δουλειά των Talk Talk ή αν έχει θέση στα κορυφαία άλμπουμ στη μουσική ιστορία, πιστεύω πως αποτελεί καταπληκτικό δείγμα «στροφής», εξέλιξης και βελτίωσης ενός συγκροτήματος. Είναι μυστήριο δε, το πώς αυτή η μπάντα έχανε στο παιχνίδι της δημοφιλίας όσο ποιοτικότερη μουσική έγραφε. Σίγουρα όμως η ιστορία την κατέγραψε σαν μία από τις πλέον επιδραστικές, ενδιαφέρουσες και άξιες σεβασμού μπάντες των 80’s.
Υ.Γ: Πολύ έντονη και αξιοσημείωτη στιγμή της καριέρας τους ήταν η συναυλία τους στο πλαίσιο της προώθησης του άλμπουμ, στο Jazz Festival του Montreux το 1986, εμφάνιση που κυκλοφόρησε το 2008 σε DVD.
To κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο soundgaze.gr
Φωτογραφία εξωφύλλου : v_era
Φωτογραφία κειμένου : www.laut.de