Οι συνεργασίες σπουδαίων καλλιτεχνών δεν αποδίδουν πάντα το αποτέλεσμα που κανείς θα περίμενε. Για να «δέσει» η όλη προσπάθεια απαιτητές είναι κυρίως δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη και σημαντικότερη είναι να μην πρόκειται για μια «αρπαχτή» ή για μια χάρη του ενός στον άλλο, με σκοπό να τον φέρει στο προσκήνιο. Η δεύτερη και εξίσου σημαντική φυσικά, είναι να υπάρχει έμπνευση...
Booth and the Bad Αngel είναι το όνομα της μπάντας που σχηματίστηκε και κυκλοφόρησε το ομώνυμο άλμπουμ της το 1996. Και τα είχε όλα! Τεράστια ονόματα, έμπνευση, χωρίς καμμία διάθεση όμως απλής «εκμετάλλευσης» της φήμης τους. Το «φλερτ» του τραγουδιστή των James, Tim Booth και του συνθέτη Angelo Badalamenti, είχε ξεκινήσει 2 χρόνια νωρίτερα, όμως το 1996 ήταν η χρονιά που τελικά έφτασαν στα αυτιά μας όσα σκάρωναν. Και προφανώς, επειδή αισθάνθηκαν ότι η μπάντα χρειαζόταν μια ακόμα πινελιά, πρόσθεσαν στη συνεργασία τους και τον Bernard Butler, αρχικό κιθαρίστα των Suede.
Ο Booth μέχρι το 1996 είχε ήδη «χτίσει» μια δεκαετή καριέρα με τους James που ειδικά μετά το Laid (1993) είχε γίνει αξιόλογη και εμπορικά, έκτος από καλλιτεχνικά. Όπως αποδείχτηκε στην πορεία, ταυτόχρονα με το project των ΒatBA, ο Booth ετοίμαζε και τον - καλύτερο κατ' εμέ - δίσκο των James, το Whiplash (1997). Μιλάμε λοιπόν για μία απόλυτα παραγωγική διετία για τον Tim, που εκτός από το να συνεισφέρει με τη ζεστή, ονειρική φωνή του επιμελήθηκε και των στίχων του άλμπουμ.
Ο Badalamenti από την άλλη, ήταν ένας λιγότερο γνωστός στο ευρύ κοινό καλλιτέχνης. Έγραφε ορχηστρική μουσική αλλά τη μεγάλη του φήμη σα συνθέτης την απέκτησε ντύνοντας με τα κομμάτια του πολλά από τα έργα - σειρές και ταινίες - του σκηνοθέτη David Lynch. Αναφέροντας μόνο το soundtrack της σειράς Twin Peaks λαμβάνουμε μια καλή «εικόνα» τόσο του σκοτεινού κόσμου που δημιουργούσε με τη μουσική του, όσο και του ποιοτικού επίπεδου των συνθέσεων του.
Έτσι λοιπόν είχαμε από τη μια τον σκοτεινό και αιθέριο Angelo και από την άλλη τον πιο uplifting και δυναμικό Tim. Για να «δέσει το γλυκό» χρειάστηκε ο Butler, που έκανε με τη σειρά του πολλά και διαφορά συνεισφέροντας με την εμπειρία και τη δεξιοτεχνία του. Έκτος από κιθάρα στα περισσότερα κομμάτια, έπαιξε και πιάνο σε κάποια, ενώ σε αρκετά κομμάτια έκανε μίξη (βάζοντας μερικές πινελιές και στην παράγωγη). Νομίζω πως η παρουσία του ήταν αναγκαία στο να βρεθεί η απαραίτητη ισορροπία.
Το αποτέλεσμα που πρόεκυψε από τη συνεργασία των τριων καλλιτεχνών είναι ένας όμορφος, πειραματικός αλλά ταυτόχρονα και pop δίσκος με αρκετά διαμαντάκια στην tracklist του. Πιστεύω πως οι 3-4 καλύτερες συνθέσεις βρίσκονται στην αρχή του άλμπουμ. Σίγουρα αυτό δημιουργεί μια μικρή ανισσοροπία στο τελικό αποτέλεσμα, κάτι όχι τόσο έντονο όμως, καθώς όλες οι συνθέσεις είναι προσεγμένες.
Το εναρκτήριο μελωδικό I Believe εύκολα θα μπορούσαμε να το βρούμε σε ένα δίσκο των James. Catchy μελωδία που μόνο τυχαία δε μπήκε στην αρχή του δίσκου. Στο Dance Of The Bad Angels οι ρυθμοί παραμένουν σε αντίστοιχο tempo, αλλά γίνονται κάπως πιο groovy, με τη σκοτεινή ατμόσφαιρα του Badalamenti να κυριαρχεί. Είναι δε μαγικό το πώς δένει με αυτήν η φωνή του Booth! Αυτό που τραβά περισσότερο την προσοχή είναι οι «γυμνές κραυγές» που ακούγονται σε όλο το κομμάτι, απόκοσμες όσο και λυρικές. Η φωνή ανήκει στην Chloe Goodchild που εκτός από εξαιρετική τραγουδίστρια είναι και καθηγήτρια φωνητικής και ερευνήτρια διαφόρων μεθόδων «χρήσης» των φωνητικών χορδών.
Θυμηθείτε το εδώ
Το απόλυτο hit του άλμπουμ είναι το Hit Parade. Το κομμάτι του δίσκου που δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, καθώς είναι αυτό με το περισσότερο air play. Δε το βαριέσαι με τίποτα, όσα χρόνια και αν περάσουν. Δυναμικός ρυθμός και όμορφη μελωδία στο επικό αυτό τραγούδι με τη φωνή του Βooth να επιδεικνύει μοναδική ικανότητα να στο να «κολλάει» στο μυαλό. Εξαιρετικό και το Fall In Love With Me, μια γλυκεία pop μελαγχολία. Το κομμάτι μάλιστα 2 χρόνια μετά κυκλοφόρησε σε single, επανεκτελεσμένο και ρετουσαρισμένο, καθώς μπήκε στο soundtrack της ταινίας Martha, Meet Frank, Daniel and Laurence ενώ ο Βooth το συμπεριέλαβε (στην τρίτη του εκτέλεση, με την πλέον λυτή ενορχήστρωση) και το 2004 στο πρώτο προσωπικό του άλμπουμ, το Βone.
Από τα υπόλοιπα κομμάτια σίγουρα ξεχωρίζει το Heart, όπου η κιθάρα του Butler «ακούγεται» περισσότερο από ποτέ στο δίσκο. Πανέμορφο και αγαπημένο για τον γράφοντα το Stranger, με καταπληκτικούς στίχους από τον Booth, μια trippy σύνθεση που αναδεικνύει τα καλύτερα στοιχεία και των τριών συνεργατών αυτού του άλμπουμ και συνεχίζει μέχρι σήμερα να ακούγεται φρέσκια και ζωντανή “Born free / The jail is waiting / I hold the key / Freedom's not easy / When the jailer is me”.
Ενδιαφέρον τέλος παρουσιάζει το γεγονός ότι ακόμα ένας μεγάλος μουσικός κάνει την εμφάνιση του στο δίσκο. Είναι ο Brian Eno, o οποίος κάνει τα δεύτερα φωνητικά στο κομμάτι Butterfly's Dream. Ρόλος όχι τόσο συνηθισμένος για αυτόν.
Η συνεργασία αυτή είναι από τις σημαντικότερες στα 90’s και, παρά το ότι ίσως να μην άνοιξε κάποιο νέο μουσικό δρόμο για κανένα από τους συμμετέχοντες, έδωσε ένα ιδιαίτερο άλμπουμ που σαφώς και πρέπει να υπάρχει σε κάθε δισκοθήκη. Και ο εθισμός σε μερικές από τις μελωδίες συνεχίζει αμείωτος, ακόμα και σήμερα, 21 χρόνια μετά την κυκλοφορία του.
Φωτογραφία: v_era
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στο soundgaze.gr