Ulver - ATGCLVLSSCAP (House Of Mythology, 2016)

Τετάρτη, 31 Μαΐου 2017 20:23
Γράφτηκε από:
Ένας μάλλον φλύαρος δίσκος (όπως και η κριτική μας) από μία αρκετά ενδιαφέρουσα και ιστορική μπάντα.

Βρισκόμενος μπροστά σε ένα ιδιαίτερο έργο σαν το ATGCLVLSSCAP των Νορβηγών Ulver ελλοχεύει ο κίνδυνος να εκφραστώ με υπερβολές. Τρέμω όμως και στην ιδέα ότι μπορεί μετά από χρόνια να επιστρέψω στο κείμενο διαπιστώνοντας ότι παρέλειψα κάτι, από το φόβο του να γίνω υπερβολικός. Οπότε θα αφήσω τον αυθορμητισμό μου να λειτουργήσει με την ελπίδα να μην παραπλανήσω.

Αρχικά, αναφέρω λίγα απαραίτητα βιογραφικά στοιχεία για την μπάντα. Ξεκίνησε την πορεία της το 1993 στο Όσλο με βασικό μέλος και μοναδικό από το αρχικό σχήμα που βρίσκεται ακόμα στη μπάντα, τον Kristoffer Rygg. Ο ήχος της ήταν καθαρό black metal, είδος στο οποίο έτσι και αλλιώς η Νορβηγία έχει παράδοση. Αυτό κράτησε για πολλούς από τους έντεκα προηγούμενους δίσκους των Ulver, μέχρι τη στιγμή που αποφάσισαν να κάνουν μια στροφή προς πιο electro/ dark ambient/post rock μονοπάτια, αφήνοντας πίσω τις πυρακτωμένες στιγμές του ντεμπούτου Bergtatt (1995). Σε αυτή τη φάση τους πετυχαίνουμε και στο φετινό τους δίσκο με τον τίτλο-σπαζοκεφαλιά. Παρόλη τη μετάλλαξη του ήχου τους όμως, το όνομα των Λύκων (Ulver σημαίνει «λύκοι» στα Νορβηγικά) συνεχίζει να πρωταγωνιστεί σε όλα τα forum, περιοδικά και sites του metal χώρου, γεγονός που σίγουρα λέει πολλά για την καλλιτεχνική αξία τους και την αποδοχή που έχει κερδίσει το έργο τους μέσα στα χρόνια.

Το ATGCLVLSSCAP αποτελεί το δωδέκατο δισκογραφικό τους βήμα το οποίο όμως αυτή τη φορά γίνεται από τη νεοϊδρυθείσα δισκογραφική εταιρεία καλών τους φίλων, τη βρετανική House of Mythology. Το παράξενο όνομα του δίσκου αποτελεί ακρωνύμιο από τα αρχικά των 12 ζωδίων που απαρτίζουν το ζωδιακό κύκλο ξεκινώντας από τον Κριό (Αries) και καταλήγοντας στους Ιχθείς (Pisces). Αυτό από μόνο του προσδίδει ένα μυστήριο στο δίσκο. Δωδέκατο (στούντιο) άλμπουμ, δώδεκα τραγούδια, δώδεκα ζώδια σε μια παράξενη συμμαχία του δώδεκα. Ας σημειωθεί ότι ο δίσκος προέκυψε από ζωντανές ηχογραφήσεις καινούριων -κατά τα 2/3 –τραγουδιών, οπότε καλώς μιλάμε για νέο άλμπουμ. Αυτές έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια δώδεκα (προφανώς όχι τυχαίο το νούμερο) live, εντός του Φεβρουαρίου του 2014, που στη συνέχεια τις επεξεργάστηκαν στο στούντιο με αποτέλεσμα να προκύψει ένα γεμάτο 80λεπτο. Οι ηχογραφήσεις επικεντρώθηκαν σε κομμάτια κατά τα οποία οι Ulver είχαν αφεθεί σε πειραματικές και αυτοσχεδιαστικές στιγμές με το συναίσθημα των μουσικών να παίζει κυρίαρχο ρόλο στην εξέλιξη ενός κομματιού. Η κατόπιν επεξεργασία έγινε αρχικά από τον Daniel O’ Sulivan (κιθάρα, μπάσο, πλήκτρα) στο Λονδίνο και ολοκληρώθηκε στο Όσλο από τους Kristoffer Rygg, Αnders Moller (ντραμς) και Tore Ylwizaker (πλήκτρα, προγραμματισμός). Να πούμε απλώς ότι βασικό μέλος της μπάντας και γενικών καθηκόντων είναι και ο Jørn H. Sværen.

Αν και υποθέτω πως το δίσκο στο μέλλον θα τον συνυπολογίζουμε στα στούντιο άλμπουμ τους, αυτός είναι έτσι στημένος ώστε να δίνει την αίσθηση συναυλίας. Δε μπορώ να γνωρίζω ποιές ακριβώς παρεμβάσεις έγιναν στο στούντιο, πάντως η ατμόσφαιρα του είναι: «κλείνω τα μάτια και βρίσκομαι σε συναυλία των Ulver». Το πρώτο τραγούδι, το England’s Hidden, αποτελεί εξέλιξη του κομματιού England του δίσκου War Of The Roses του 2011 και μοιάζει σα να είναι προηχογραφημένο κομμάτι πριν την έναρξη μιας συναυλίας, κατά την διάρκεια του οποίου οι μουσικοί παίρνουν τη θέση τους στη σκηνή και ο κόσμος καρφώνει το βλέμμα του πάνω τους. Οι καμπάνες στην αρχή του τραγουδιού, εντάσσουν άμεσα τον ακροατή στο κλίμα της μεγαλοπρέπειας που εκπέμπει κάθε δευτερόλεπτο της διάρκειας του δίσκου. Το Glammer Hammer είναι από τα πιο δυναμικά κομμάτια του δίσκου, άλλοτε με kraut rock αναφορές και άλλοτε με post rock αίσθηση. Είναι έντονο και προκαλεί συναίσθημα ανασφάλειας και κινδύνου πως κάτι πολύ τρομακτικό συμβαίνει ή είναι έτοιμο να συμβεί. Απίστευτη μουσική έμπνευση που ξυπνά καλά κρυμμένα ένστικτα.

Ακούστε εδώ

Το Moody Stix αποτελεί επανεκτέλεση του πολύ παλαιότερου Doom Sticks αλλά με σαφώς πιο groovy και αυτοσχεδιαστική διάθεση κατά δήλωση και του ιδίου του Rygg . Τόσο σε αυτό το κομμάτι όσο και στο Nowhere (Sweet sixteen) (επανεκτέλεση του Nowhere/Catastrophe από το Perdition City του 2000) χρησιμοποιήθηκαν στη live εκτέλεση samples από τις αρχικές εκτελέσεις των κομματιών, πάνω στις οποίες αυτοσχεδίασαν δημιουργώντας στην ουσία ένα καινούργιο ηχητικό τοπίο. Ειδικά στο Moody Stix μιλάμε για μια διαδρομή στο μαγικό κόσμο των κρουστών τους. Η δε νέα μορφή του Nowhere είναι κατά την άποψη μου εμφανώς ανώτερη της προηγούμενης. Προσωπικά πάντως μια ένσταση για αυτό το κομμάτι την έχω, γιατί πέρα από το διαφορετικό μουσικό του ύφος είναι και ένα κομμάτι με φωνητικά και ίσως λίγο παράταιρο σε σχέση με την όλη αφαιρετική χαοτική και post rock / ambient ατμόσφαιρα του όλου εγχειρήματος.

Η μάλλον κορυφαία στιγμή ενός μεγαλοφυούς στο σύνολο του δίσκου, είναι το Cromagnosis. Ένα post rock στησίματος και δομής κομμάτι, που λίγο μετά τη μέση του ξεσπά σε ένα καταπληκτικό τζαμάρισμα που (ας μου επιτραπεί ο καθαρά προσωπικός και ίσως παράδοξος παραλληλισμός) μου θύμισε έντονα το αντίστοιχο στο I Am The Resurrection των Stone Roses που με έκανε να «πετάω» μέσα στο εφηβικό δωμάτιό μου πίσω στο 1989. Πολλά χρόνια μετά, άλλες εποχές και μουσικά μονοπάτια, το συναίσθημα που προέκυψε όμως είναι και πάλι το ίδιο.

Μετά τον παροξυσμό του Cromagnosis συναντάμε ένα από τα πλέον minimal κομμάτια του δίσκου, το πανέμορφο The Spirits That Lend Strength Are Invisible ενώ ακολουθεί το αλα Hawkwind Om Hanumate Namah που, όπως ίσως να φαίνεται και από τον τίτλο του είναι ένας space rock χαοτικός πειραματισμός που κατακλύζεται από Ινδουιστικούς ρυθμούς και ατμόσφαιρες. Άλλωστε και ο τίτλος είναι σανσκριτικός και αποτελεί mantra για ένα Ινδουιστικό θεό.

Ακολουθεί το αργόσυρτο, new age αισθητικής Desert/Dawn που σε υπνωτίζει, όπως ακριβώς κάνει και το εξώφυλλο του δίσκου. Μαζί με τα D –Drone και Gold Beach συμπληρώνουν μια τριάδα ιδιαίτερα χαμηλών τόνων, ικανών να προκαλέσουν παραισθήσεις κομματιών, στα οποία μπορείς να διακρίνεις επιρροές από τους μοναδικούς Tangerine Dream. Συνέχεια με το Nowhere (Sweet sixteen) –στο οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω- και προτελευταία, είναι μία ακόμα νέα σύνθεση, το Ecclesiastes (A Vernal Catnap). Και εδώ υπάρχουν φωνητικά, όμως το κομμάτι είναι πραγματικά υποβλητικό. Ο ίδιος ο Rygg άλλωστε το θεωρεί μια πολύ ιδιαίτερη σύνθεση, την οποία μάλιστα χρησιμοποιούν συχνά για να ολοκληρώσουν ένα live. Ο δίσκος κλείνει ιδανικά με το Solaris. Αυτό έχει μια διαρκή αστάθεια στην ένταση του σαν ένα κερί που τρεμοσβήνει στον αέρα, ένα λυρικό έπος που με τα οπερετικά φωνητικά προσφέρει στο δίσκο το μεγαλοπρεπές τέλος που του αξίζει. Όπως ακριβώς θα γινόταν και σε μια συναυλία τους.

Το ότι μπορούμε να μιλάμε με αρκετή βεβαιότητα για έναν από τους δίσκους της χρονιάς είναι σαφώς ξεκάθαρο από τα ανωτέρω. Ίσως να είναι λιγότερο πειραματικός σε σχέση με προηγούμενες δουλειές τους, όμως η live αίσθηση των κομματιών του προσδίδουν μοναδικότητα και κάθε εφόδιο ώστε να αποκτήσει στο μέλλον την ετικέτα του «κλασσικού». Η ατμόσφαιρά που δημιουργούν και η άνεση με την οποία εκμηδενίζουν τις αποστάσεις μεταξύ κάμποσων μουσικών ειδών -γκρεμίζοντας όλα τα πιθανά μεταξύ τους τείχη - είναι εντυπωσιακή, τόσο που σε αφήνει άφωνο πραγματικά. Εκείνο που εικάζω πάντως είναι ότι όσο περισσότερο ακούω το δυσπρόφερτο ATGCLVLSSCAP τόσο θα ανακαλύπτω καινούρια στοιχεία που θα με ενθουσιάζουν. Κάθε ακρόαση πάντως, του προσδίδει νέα μορφή, καθώς οι ήχοι του έχουν τη μοναδική ικανότητα προσαρμογής στην αντίστοιχη ψυχολογική φάση που βρίσκεσαι. Σίγουρα δε θα αρέσει σε όλους, παρ’ολαυτά νομίζω πως όλοι θα εντυπωσιαστούν από το πώς οι Ulver κατάφεραν σε ένα άλμπουμ να χωρέσουν τις δυναμικότερες στιγμές των Godspeed You Black Emperor μαζί με το groove των Can και τις πλέον ήρεμες στιγμές των Pink Floyd.

Υ.Γ. Ο Rygg έχει πολύ ωραίες απόψεις γενικότερα. Πέρα από τις τεχνικές και άλλες αναλύσεις που κάνει, σε διάφορες συνεντεύξεις του, αναφέρεται και σε θέματα τόσο επί της μουσικής βιομηχανίας όσο και επί της μουσικής ως κομματιού της ζωής. Σας προτρέπω να αναζητήσετε συνεντεύξεις του. Είναι ωραίο στις μέρες που ζούμε, όπου το επιφανειακό κυριαρχεί, να βρίσκουμε ακόμα μουσικούς ήρωες που να μας κρατάνε κοντά τους όχι μόνο μέσα από τις νότες τους αλλά και μέσω των απόψεων που εκφράζουν. Αντί επιλόγου, αντιγράφω αυτούσια την παρακάτω άποψη από συνέντευξη στο site soundgaze.gr του την οποία προσυπογράφω:

«Όσον αφορά εμένα, μου αρέσει η ιδέα της συγκρότησης ενός άλμπουμ ως ένα ολοκληρωμένο πακέτο, όπου κάθε πτυχή της παραγωγής είναι εξίσου σημαντική. Δεν με αφορά πάρα πολύ να μπαίνω στο Soundcloud για να ακούσω μόνο ένα τρίλεπτο κομμάτι. Μου αρέσει να αγοράζω δίσκους, κοιτάζοντας το artwork, διαβάζοντας τις σημειώσεις της έκδοσης ενώ ακούω τη μουσική να αποκαλύπτεται σιγά-σιγά, πραγματικά να μπαίνω για τα καλά σε ό,τι αυτό το συγκεκριμένο συγκρότημα αντιπροσωπεύει. Αγαπώ ακόμα να πηγαίνω στο δισκοπωλείο, μιλώντας στον τύπο πίσω από το ταμείο, ανακαλύπτοντας και αγοράζοντας ένα ενδιαφέρον άλμπουμ που συνιστά εκείνος - αυτό είναι κάτι από την κληρονομιά της γενιάς μου, και εξακολουθώ να αισθάνομαι αυτή τη διαδικασία ως αναπόσπαστο μέρος του πώς θα σχετιστώ με τη μουσική. Δεν θέλω να κάνω αυτό το "σερφάρισμα στην επιφάνεια" που κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι στα smartphones τους τώρα. Το εύρος προσοχής είναι συχνά πολύ μικρό για να μπορέσουν να καταλάβουν οτιδήποτε, με αλήθεια και πάθος. Η εκτίμηση των Τεχνών έχει χάσει από το γαμημένο Twitter».

*2 τραγούδια που θα ομορφύνουν τη ζωή σας: Cromagnosis, Om Hanumate Namah

7,5/10

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στο soundgaze.gr

Διαβάστε επίσης